Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν διάφορα, αλλάζουμε εμείς ή κακώς δεν αλλάζουμε. Ακόμη και τώρα θυμάμαι εκείνη την αποτυχημένη βραδιά, διότι, σε άλλες συνθήκες, με άλλο πλαίσιο, άλλη ατμόσφαιρα, άλλες ηλικίες, και σε άλλο βαθμό, έχω ξαναζήσει γύρω μου παρόμοιες συμπεριφορές και αντιφάσεις ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πράττω».
Θέλω φοβερά να αγαπήσω και κυρίως βέβαια να αγαπηθώ, όμως δεν κάνω τίποτα ώστε να γίνω αξιαγάπητος. Κάποτε μάλιστα προσπαθώ να είμαι αντιπαθητικός, ίσως και αποκρουστικός.
Κανένας δε μας χρωστά την αγάπη του, μας δίνουν αυθόρμητα εκείνο που εμπνέουμε. Κοινοτοπίες που όλοι ξέρουμε αλλά φερόμαστε σαν να μην έχουμε ιδέα για τα πιο αυτονόητα. Άλλο το λογικό, άλλο το ψυχολογικό. Λογικά καταλαβαίνουμε τα πράγματα σαν να είμαστε σοφοί, τουλάχιστον ώριμοι· στα βιώματα όμως, στις αντιδράσεις μας, στις πράξεις, αντιδρούμε σαν αγράμματοι, σαν νήπια. Το συναίσθημά μας είναι συχνά, για να μην πω κατά κανόνα, συναίσθημα παιδικό. Λίγο πολύ είμαστε κάπου παλιά καθηλωμένοι, άλλος πιο παλιά, άλλος αργότερα στο τόξο της παιδικής εμπειρίας. Σκαλώνουμε στη στέρηση, στο τραύμα, ή ακόμη και στο παραχάιδεμα που λάβαμε.
Με αυτή την απορία λοιπόν έγραψα χθες στη σελίδα μου του φέισμπουκ: Πάντα με απασχολεί μια απορία: Γιατί κάποιοι που λαχταρούν πολύ να αγαπηθούν δε φροντίζουν να γίνουν αξιαγάπητοι;
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πόσα ενδιαφέροντα σχόλια ακολούθησαν. Έδειχναν να έχει το ίδιο ερώτημα απασχολήσει στα σοβαρά τους φίλους. Με προχωρημένες σκέψεις και γνώμες επ’ αυτού, φανερό ότι έχουν κι αυτοί την ίδια απορία. Άραγε για τους άλλους ή για τον εαυτό τους; Νομίζω ότι περισσότερο μας σοκάρει στους άλλους η ακηδία τους, η αδιαφορία τους ή και η επιλογή τους να μην είναι αξιαγάπητοι. Για τον εαυτό μας η αυτοπαρατήρηση είναι ιδιαίτερα προβληματική. Για τον εαυτό μας και τις δυσλειτουργίες του έχουμε από μικρά παιδιά ασκηθεί να βρίσκουμε απίθανες δικαιολογίες.
Η αυτοδικαίωση είναι η ισόβια νομική επιστήμη μας, με άσκηση και μεταπτυχιακά. Από μικρά παιδιά αρχίζουμε. Το διέκρινα κατάπληκτη στην εγγονή μου στα δυο χρόνια της τι πονηρούλικα δικαιολογούσε κάτι που έκανε ενώ δεν άρεσε στους μεγάλους, και το ήξερε καλά ότι δεν άρεσε. Γελούσα με την ψυχή μου γιατί ήταν τόσο χαριτωμένη, έξυπνη και ευρηματική. Να που το «θέλω» του ανθρώπου ξεκινά να επιτίθεται και να βρίσκει τα όπλα του και τα κόλπα του από τη βρεφική ηλικία, μπορεί κι από την κοιλιά της μαμάς. Ποτέ πριν αποκτήσω εγγονή δεν είχα παρατηρήσει τι ριζική, τι παλιά επιστήμη είναι η υποστήριξη ενός θέλω. Ίσως έτσι να πρέπει, ίσως να μην επιβιώναμε αλλιώς.
Να όμως που έρχεται μια ηλικία που δε διεκδικείς τα αυθεντικά θέλω σου. Που για κάποιους σοβαρούς λόγους άρχισες να τα φοβάσαι. Να φοβάσαι μάλιστα την επιθυμία των επιθυμιών: το να αγαπιέσαι. Λες και εμποδίζεις τη συμπάθεια προς το πρόσωπό σου, χαλάς την ίδια σου την ελπίδα πριν πραγματωθεί.
Από φόβο
Από φόβο αρνούνται να γίνουν αξιαγάπητοι κάποιοι χαρακτήρες, για να ανακόψουν τη φοβική σχέση. Θέλουν μεν πολύ να αγαπηθούν, αλλά μια μεγάλη, τραυματική συχνά, ανασφάλεια τους αναστέλλει. Τους τρομάζει να μπουν σε περιπέτειες καρδιάς, πόνο, αγωνίες, πιθανές απορρίψεις και απώλειες. Θέλουν όντως μια σχέση, αλλά όχι το ρίσκο της, την ευθύνη και τους κινδύνους της. Μια τεράστια σύγκρουση ανάμεσα στο «επιθυμώ» και στο «φοβάμαι» μπλοκάρει τη ζωή τους. Είναι το άγχος, είναι η νεύρωση. Εύκολα το ονειρεύονται και δύσκολα το πράττουν αυτό που ονειρεύονται όταν πλησιάσει να συμβεί. Κάτι θα κάνουν για να μη συμβεί, να επιστρέψουν στην ασφάλεια της αποτυχίας, του ονείρου, της μελαγχολίας και του παράπονου. Ακόμη και του θυμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις που δεν είναι δυστυχώς σπάνιες χρειάζεται βοήθεια ειδικού ή θαύμα. Αλλά και η βοήθεια από κατάλληλο ειδικό μπορεί να εμπίπτει στη ρευστή έννοια θαύμα.
Είναι σοβαρή ανάγκη για την ίαση το να εντοπίσει κανείς το ξεκίνημα του μεγάλου φόβου. Να αναβιώσει το τραύμα, τα γεγονότα που του γονάτισαν το θάρρος της καρδιάς του.
Και με το να το εντοπίσω, και να το μάθω, θα αλλάξει τελικά τίποτα; ρωτούν συνήθως οι άνθρωποι όταν τους μιλάς για ψυχοθεραπεία. Ναι, αν το θες στα σοβαρά, θα αλλάξει. Πάντα αλλάζει το τοπίο ενός πίνακα άμα πέσει από άλλο σημείο το φως. Αλλάζουν οι ατμόσφαιρες, οι διαθέσεις και κυρίως η αυτογνωσία σου. Μια ρεαλιστικότερη αυτογνωσία είναι πάντα δύναμη, και θάρρος, και ωριμότητα. Και, ως εκ τούτων, τόλμη.
Από αλαζονεία
Το να γίνομαι αντιπαθητικός από φόβο και ανασφάλειες είναι μια κοινή νευρωσική μεταμόρφωση. Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος της αντιφατικής αυτής συμπεριφοράς. Να θέλω δηλαδή την αγάπη διακαώς αλλά να μην είμαι αξιαγάπητος. Ασφαλώς και οι αιτίες που οι άνθρωποι οργανώνουν μια νεύρωση, και μάλιστα αυτοκαταστροφική νεύρωση, είναι ποικίλες. Το προσωπικό μυθιστόρημά μας που γράφει ή ακολουθεί ο καθένας μας διαθέτει πολυάριθμες εξελίξεις, προλόγους και επιλόγους. Θέλω όμως να μιλήσω για κάτι που θεωρώ άξιο να αναφερθεί. Για μια αιτία άλλης τάξης και άλλης αντιμετώπισης.
Είναι περιπτώσεις όπου ένας αντιπαθητικός άνθρωπος δείχνει έτσι γιατί είναι στ’ αλήθεια αντιπαθητικός. Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα παρατηρώντας σχολαστικά περιστατικά γύρω μου και στη δουλειά μου όταν εργαζόμουν στην ψυχοθεραπεία. Κατέληξα κάποτε και επιτέλους χωρίς ενοχές. Υπάρχουν ψυχολόγοι που επιμένουν πως όλα τα αρνητικά μας στοιχεία έχουν τη δικαιολογία τους και πως ο αρνητικός άνθρωπος είναι ασθενής, όχι κακός. Από την άλλη, μια μερίδα γλυκανάλατων χριστιανών θέλει να πιστεύει πως ο άνθρωπος είναι πλάσμα αγαθό και πως βρίσκεται ο μισόκαλος πειρασμός πίσω από τις άσχημες πράξεις. Εγώ πάντως πιστεύω πως, ναι, υπάρχουν οι άδικοι, οι φαρισαίοι, οι υποκριτές, οι αχάριστοι, οι μικρόψυχοι, από δική τους επιλογή και ευθύνη όπως τους μέμφεται στα Ευαγγέλια, πληγωμένος αλλά και θυμωμένος, ο πανάγαθος και ειρηνικός Ιησούς. Συμβαίνει είπαμε ένα πρόσωπο να μη φροντίζει να γίνει αγαπητό, να μη διορθώνει τον εαυτό του. Αν και η λαχτάρα για αγάπη είναι η μέγιστη ευκαιρία αυτοκριτικής και ανάπτυξης, κάποιοι καθόλου δεν επωφελούνται, αντιθέτως.
Θέλει να ζήσει σε δεσμό αγάπης, να αγαπηθεί, αλλά και το αποκρούει. Παραλογίζεται από μεγάλο εγωισμό. Μεταβάλλει και ωραιοποιεί την αυτοεικόνα του από αλαζονεία. Θέλει μεν την αγαπητική σχέση, ακόμη και με λαχτάρα επώδυνη τη ζητά, αλλά πιστεύει ότι δε χρειάζεται τίποτα να αλλάξει στον εαυτό του, στον χαρακτήρα του, στην όψη του, στους τρόπους του, σε ό,τι τέλος πάντων είναι και δείχνει. Πιστεύει ότι γεννήθηκε εξαιρετικός και απορεί που δεν τον λατρεύει εκείνος που διαλέγει. Εκείνος που τον αρνιέται έχει το πρόβλημα και ως εκ τούτου δεν καταλαβαίνει την τύχη του και την εύνοια που του δίνεται. Ο ίδιος δε χρειάζεται καμιά φιλότιμη προσπάθεια, ή αυτοβελτίωση, ή αυτοκριτική, ή αναζήτηση του τι ζητά ο ταλαίπωρος άλλος που στόχευσε για ταίρι. Δεν αρέσεις οπωσδήποτε σε αυτόν που σου αρέσει, και αυτό πρέπει να είναι βαθιά σεβαστό. Στον εγωιστή τύπο, όμως, είναι αδιανόητο το να μην αρέσει!
Είναι οι περιπτώσεις που με εξοργίζουν. Θεωρούν το άτομό τους δώρο Θεού προς την ανθρωπότητα και σοκάρονται όταν πέσουν πάνω σε απόρριψη. Και πέφτουν βέβαια κάθε τόσο. Γιατί δεν αρέσουν όσο νομίζουν ότι αρέσουν, γιατί το παράλογο, το εγωιστικό, ο αυτοθαυμασμός, η βεβαιότητα πως είσαι τέλειος έτσι όπως είσαι, σε αποδεικνύουν ανόητο και φίλαυτο, και αυτά τα δυο είναι ήδη μια απωθητική ασχήμια.