«Πόσα χρόνια λείπεις, παιδί μου;» τον συνέφερε η φωνή του πατέρα Χαράλαμπου.
«Έφυγα μετά τον στρατό, είκοσι χρόνων. Φοιτητής».
«Και δεν ήρθες ξανά από τότε;»
Ο Αντώνης έσκυψε το κεφάλι. «Ούτε μια φορά. Μεγαλοπιάστηκα, αδιαφόρησα. Και πλήρωσα. Τώρα είναι αργά».
«Εδώ θα ηρεμήσεις. Δεν ξέρω τι φουρτούνες πέρασες ούτε τι έκανες εκεί που ήσουν, μα μοιάζεις βασανισμένος. Ένα να ξέρεις, οι γονείς σου σε αγαπούσαν και ήξεραν πως κάποτε, όταν θα γύρευες αποκούμπι, θα ερχόσουν».
«Τους πλήγωσα, τους απογοήτευσα και δεν έδωσα την ευκαιρία στον εαυτό μου να ζητήσω τη συγχώρεσή τους».
«Δε μιλούσαν, μα ήξερα πως σε συγχώρεσαν. Οι πράξεις τους το αποδεικνύουν. Με τον καιρό –αν μείνεις βέβαια– θα βρεις την ηρεμία».
«Την ηρεμία, πάτερ;» μουρμούρισε ο Αντώνης ανεπαίσθητα, μα ο παπάς τον άκουσε.
«Ο χρόνος και η πίστη γιατρεύουν και τις πιο βαθιές πληγές. Σε αφήνω τώρα, θα περάσω να ενημερώσω τον Κυριάκο και τον Σωτήρη ότι γύρισες να σου δίνουν πια εσένα το μίσθωμα των χωραφιών. Η κόρη του Σωτήρη είναι γεωπόνος, έχει αναλάβει το μεγαλύτερο χωράφι που συνορεύει με τα δικά τους, κάποιες καλλιέργειες νομίζω πασκίζει να πετύχει. Εκτός αν τα θέλεις πίσω».
«Όχι, πάτερ, μη βιάζεσαι. Δεν έχω ιδέα από γη, ας συνεχίσουν αυτοί όπως θέλουν».
«Τα κατατόπια τα ξέρεις, αν χρειαστείς οτιδήποτε, μη διστάσεις. Σε αφήνω να βολευτείς. Και πάλι καλωσόρισες στον τόπο σου».
Ο Αντώνης έμεινε μόνος. Ήταν όλα τόσο αναπάντεχα. Μέσα του ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε τη μάνα του ζωντανή, ήθελε τουλάχιστον αυτή να του δώσει τη συγχώρεσή της.
Δεν την πρόλαβε. Θα έμενε πάντα με το ερώτημα αν θα του άνοιγε την αγκαλιά της.
Υπολόγισε τον χρόνο που του είπε ο παπάς πως έκλεισε τα μάτια της, ήταν οι μέρες που βρέθηκε σε μια άγνωστη ανοιχτή περιοχή, χωρίς αλυσίδα να τον περιορίζει, χωρίς το σκοτεινό δωμάτιο να τον φυλακίζει, χαμένος, φοβισμένος, με τα λογικά σαλεμένα και τον αφόρητο πόνο στα μάτια από το φως της μέρας που είχε στερηθεί μήνες.
Οι μέρες που η γυναίκα του τον πέταξε σαν κουρελιασμένο ρούχο, αφού πια τον είχε υποβιβάσει σε ζωώδη κατάσταση.
Η αργοπορημένη μεταμέλεια του άδραξε την καρδιά. Μαζί της όμως και το μίσος.
Ηρεμία, είχε πει ο παπάς;
Πώς να βρει την ηρεμία όταν η γυναίκα που του κατέστρεψε τη ζωή έμενε ατιμώρητη;
Η δύναμη του μίσους τον σώριασε στα γόνατα, πάνω στις μαρμάρινες πλάκες του καθιστικού. Αν το μίσος είχε οσμή εκείνη την ώρα, η αποφορά του θα γέμιζε τον χώρο.
Οι τοίχοι γύρω του αναστέναξαν, μα ο Αντώνης ήταν χαμένος.
Ησυχία ήθελε, απομόνωση. Να συμφιλιωθεί με τις τύψεις του. Να κατευθύνει το μίσος του, να μηχανευτεί τη διέξοδο να το διοχετεύσει σε αυτούς που προκάλεσαν την πτώση του.
Να καταστρώσει.
Σκέψη, προετοιμασία και εκδίκηση. Σκληρή, γλυκιά εκδίκηση, που θα ρουφούσε μετά αχόρταγα τη γεύση της και θα του πρόσφερε γαλήνη.
Μόνο τότε θα έβρισκε ηρεμία.