Αναμονή. Αντισηπτικό. Αναμονή. Αντισηπτικό. – Μια σύντομη «διδακτική» ιστορία

Share Button

Η Μαρία Σεβαστιάδου, επιμελήτρια εκδόσεων, γράφει μια σύντομη «διδακτική» ιστορία γεμάτη αντισηπτικό και κρίσεις πανικού.

Πέμπτη 12.3.2020

Με τη Σκοτεινή μου Βανέσα σαν νυγμό υπενθύμισης και με διαλείμματα καταβύθισης στο Twitter και στο Facebook, η μέρα μου κυλάει σχετικά ήρεμα, αν και ο καταιγισμός των ειδήσεων για τους μετανάστες στα σύνορα και η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού δε φιλοδωρούν ιδιαίτερα την περιρρέουσα ευρυθμία. Ο σύντροφός μου επιστρέφει κατά τις οχτώ κατάκοπος από τη δουλειά, συνωστισμένος κι αυτός στα διπλά μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιεί δύο φορές τη μέρα. Το βλέμμα του είναι κάπως θλιμμένο. Τον τελευταίο καιρό δε με αγγίζει προτού πλύνει τα χέρια του, ούτε καν με φιλάει αν δεν επισκεφθεί πρώτα το μπάνιο. Μαγειρεύω κοτόπουλο στη γάστρα και τρώμε χαζολογώντας στο Netflix. Εκείνος πέφτει για ύπνο λίγο πριν από τις 12, αλλά εγώ είμαι νυχτοπούλι. Θα αφιερώσω μια δυο ωρίτσες στο Mad Men, να χαλαρώσω. Τέρμα οι ειδήσεις για σήμερα, αρκετά με την τρομολαγνεία.

Παρασκευή 13.3.2020, 3.00 π.μ.

Δεν έχω δέκα δεκαπέντε λεπτά που ξάπλωσα στο κρεβάτι, και τινάζομαι ξαφνιασμένη από το σκούντημα του συντρόφου μου. «Δεν είμαι καλά…» μου λέει. Παίρνει το χέρι μου και το ακουμπάει στο στήθος του. Είναι κάτωχρος. Η καρδιά του πάει να σπάσει. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω…» Στον νου μου αναβοσβήνει με φωτεινά γράμματα η φράση «κρίση πανικού», αλλά ο σύντροφός μου ήταν πάντα τέρας ψυχραιμίας. Τον ρωτάω τι ακριβώς νιώθει, του μιλάω λίγο να τον ηρεμήσω, αλλά εξακολουθεί να δυσκολεύεται στην αναπνοή. Του παίρνω την πίεση, σχεδόν 15 με 10. Τινάζομαι όρθια, ανοίγω τον υπολογιστή, ψάχνω για νοσοκομείο. Παίρνω μερικά τηλέφωνα, δεν ξέρω τι ακριβώς να πω, είμαι αγχωμένη. Με παραπέμπουν στον ΕΟΔΥ μόλις αναφέρω τη δύσπνοια, αποτελεί σύμπτωμα του ιού μού λένε. Βρίσκω εφημερεύον νοσοκομείο και φεύγουμε αμέσως. Επιστρατεύω όση δύναμη μπορώ να συλλέξω και καθ’ οδόν φλυαρώ ασταμάτητα για να αποσυμφορήσω την ατμόσφαιρα.

Παρασκευή 13.3.2020, 3.33 π.μ.

Ευαγγελισμός. Στο γκισέ στα εξωτερικά ιατρεία, πίσω από ένα τζάμι με μια κυψέλη από τρύπες, άνθρωποι οπλισμένοι με αποστασιοποίηση, γάντια και μάσκες που αλλοιώνουν τη φωνή τους −για να αποκωδικοποιήσουμε τα λόγια τους, τους ζητάμε να τα επαναλάβουν− μας παραπέμπουν στη διαλογή. Στο άκουσμα του όρου, σφίγγεται το στομάχι μου, καθώς το μυαλό μου κάνει συνηχητικούς συνειρμούς. Οι γιατροί της διαλογής, με γάντια και μάσκα κι αυτοί, με έναν πρόχειρο έλεγχο επιβεβαιώνουν την εικασία μου: κρίση πανικού. Διατρέχω με το βλέμμα τον χώρο. Σκέφτομαι τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι και νιώθω ένα πλάκωμα στο στήθος. Ακριβώς απέναντι, σ’ ένα παγκάκι, φιγούρες με μια ποικιλία επιδερμικών αποχρώσεων και κοσμοθεωριών. Είναι και τα γεγονότα στον Έβρο. Στο μυαλό μου κλωθογυρίζει κάτι που θυμίζει ξενοφοβία, αλλά αποδιώχνω τη σκέψη. Διπλό το χτύπημα, απολογούμαι στον εαυτό μου, πλήττει ακόμα και τους πιο περιχαρακωμένους. Καταλαβαίνω πως ο σύντροφός μου νιώθει μια κάποια ασφάλεια εδώ. Επειδή τα ελληνικά δεν είναι η μητρική του γλώσσα και αντιλαμβάνομαι από το βλέμμα του πως αυτή είναι ουσιαστικά η επιθυμία του, επιμένω να γίνουν κάποιες διαφωτιστικές εξετάσεις.

Παρασκευή 13.3.2020, 3.56 π.μ.

Έξω από τα Επείγοντα, η ουρά είναι μικρή, αλλά η απογοήτευση στα μασκοφορεμένα πρόσωπα μεγάλη. Η αναμονή φλερτάρει με τα όρια της αντοχής μας. Κοιτάζω τα γαντοφορεμένα χέρια. Στο ξεθωριασμένο χρωματικό δίπτυχο του πλαστικού κιτρινομπλέ τοίχου διακρίνω το αντισηπτικό. Κάθε τρεις και λίγο, επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση, απρόθυμα, αλλά σχεδόν εμμονικά. Δεν αγγίζω τίποτα, τα βλέπω όλα σαν εστία μόλυνσης, αλλά έχω και πάλι την παρόρμηση να πιέσω τη βαλβίδα, που βρίσκεται σχεδόν στο ύψος των ματιών μου. Άλλη μία δόση. Αισθάνομαι την ανάγκη να πάω τουαλέτα. Η πόρτα είναι μισάνοιχτη, ακριβώς απέναντι από την αίθουσα των Επειγόντων. Κοιτάζω το πάτωμα, όπου κομμάτια χαρτιού υγείας σαν σκόρπια κομφετί καλύπτουν τόπους τόπους το λινόλεουμ. Αντισηπτικό. Μια οξεία μυρωδιά μού τρυπάει τα ρουθούνια. Το μετανιώνω στη στιγμή. Άσε καλύτερα. Αντισηπτικό.

Παρασκευή 13.3.2020, 4.32 π.μ.

Το ιατρικό προσωπικό με τα γάντια και τις μάσκες του είναι ψύχραιμο, ίσως επειδή τα περιστατικά είναι μάλλον λίγα για νοσοκομείο που εφημερεύει στο κέντρο της Αθήνας. Νιώθω ήδη την κούραση να με καταβάλλει. Αντισηπτικό. Ο σύντροφός μου βγαίνει από τα Επείγοντα με ένα τσιρότο στο εσωτερικό του αγκώνα κι ένα πακέτο χαρτιά. Κλέβω μια ματιά στον χώρο που ανοίγεται πίσω από την πόρτα. Μου κάνει εντύπωση η χρωματική πανδαισία των στολών. Είχα δει μόνο λευκές, γαλάζιες, μπλε και πράσινες. Τώρα, εκτός απ’ όλες τις προηγούμενες, πρόσεξα πως υπάρχουν και μπορντό και μαύρες. Η μαύρη μού θυμίζει σεφ – χαριτωμένη η αναγωγή αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αντισηπτικό. Στο ταμείο, η ιώβεια (ή γαϊδουρινή) υπομονή της πολύτεκνης υπαλλήλου (που κράδαινε ως αντεπιχείρημα στα δικά μου «Πότε;» το «Εγώ έχω τέσσερα παιδιά στο σπίτι») έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δική μου ανυπομονησία. Θέλω να τελειώνουμε όσο το δυνατόν συντομότερα. Κοιτάζω πλάι μου: αντισηπτικό σαν επιτοίχιο κόσμημα. Αναθάρρηση. Με το παραπεμπτικό για ακτινογραφία θώρακος πάνω πάνω στο πάκο και με ασαφείς οδηγίες πίσω από μάσκες δίχως στόμα που συνοδεύονταν από πρόταση χεριού και προβολή δαχτύλου σαν γυμναστικό παράγγελμα, βρίσκουμε τον δρόμο προς το κτίριο ΑΧΕΠΑ. Εμείς και οι τοίχοι. Ανακούφιση. Σκέφτομαι πως ίσως τελειώσουμε πιο γρήγορα απ’ ό,τι φανταζόμουν και νιώθω μια φούσκα αισιοδοξίας να αιωρείται μέσα μου. Ο υπεύθυνος έρχεται αμέσως να παραλάβει τον σύντροφό μου για την εξέταση − χωρίς μάσκα, μόνο με γάντια. Ρωτάω πού είναι οι τουαλέτες. Εκεί, δύο πόρτες προς τα κάτω, δεξιά. Ευτυχώς, εδώ είναι καθαρά, αν και δεν υπάρχει χαρτί υγείας ούτε για δείγμα. Το χρησιμοποίησαν όλο στην τουαλέτα απέναντι από τα Επείγοντα νωρίτερα, σ’ ένα ξέσπασμα ευθυμίας; Χαμογελάω. Εντάξει, λίγο το κακό αφού έχει αντισηπτικό. Με την ακτινογραφία στο χέρι και την καρδιά στη θέση της, ξανά πίσω στα Επείγοντα. Πόρτα κλειστή. Αναμονή. Αντισηπτικό. Αναμονή. Αντισηπτικό.

Παρασκευή 13.3.2020, 5.21 π.μ.

Ο σύντροφός μου είναι κάπως καλύτερα. Τον ρωτάω κάθε τόσο, μιας και το άγχος σε συνδυασμό με την ορθοστασία και την καθυστέρηση είναι τα βασικά συστατικά μιας λίαν επικίνδυνης ωρολογιακής βόμβας. Αλλά εγώ έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Δε θα μπορούσα να διεκδικήσω τον τίτλο του πιο ψύχραιμου ανθρώπου ακόμα κι αν ήμουν συνυποψήφια μόνο με τη γάτα μου, οπότε νιώθω ότι πλησιάζω στο σημείο βρασμού ή έκρηξης, αλλά με το ίδιο καταστροφικά εκτονωτικό αποτέλεσμα. Αντισηπτικό. Χτυπάω την πόρτα και μπαίνω. Ο γιατρός που είχε αναλάβει τον σύντροφό μου δεν είναι εκεί, οπότε δεν μπορούν να με ενημερώσουν για το πότε θα βγουν τα αποτελέσματα. Βγαίνω και κλείνω πίσω μου την πόρτα. Αντισηπτικό.

Παρασκευή 13.3.2020, 6.02 π.μ.

Ο γιατρός που εξέτασε τον σύντροφό μου περνάει σαν σφαίρα από δίπλα μας. Τα αποτελέσματα, λέει, θα βγουν σύντομα −καθώς χρειάζεται να περάσουν δύο ώρες από την αιμοληψία− συστήνοντάς μας να καθίσουμε στην αίθουσα αναμονής. Δε χρειάζεται να περιμένουμε έξω από την πόρτα. Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε αυτή την τακτική ως άσκηση πίεσης. Στεκόμαστε έξω από την πόρτα, πίσω από αυτήν ή μπροστά της σαν υπενθύμιση, είτε για να εκμαιεύσουμε μια εφησυχαστική απάντηση είτε για να διεκδικήσουμε κάτι ζωτικής σημασίας. Η εικόνα του αντισηπτικού καταπραϋντική. Ευτυχώς, είναι ακόμα στον τοίχο και με περιμένει στωικά. Πηγαίνουμε στην αίθουσα αναμονής, όπου δύο άστεγοι, χουχουλιάζοντας όπως όπως, κοιμούνται πάνω στα άβολα μεταλλικά παγκάκια. Είναι προτιμότερα από το κρύο έξω. Μας αναμένει κι άλλη αναμονή στην αναμονή.

Παρασκευή 13.3.2020, 6.17 π.μ.

Μυρίζει παράξενα εδώ μέσα. Η πόρτα ανοίγει κάθε λίγο και λιγάκι, και η εναλλαγή θερμοκρασίας στο δωμάτιο θυμίζει σκοτσέζικο ντους. Αδύνατον να χαλαρώσω. Κάτι ηλικιωμένες κυρίες με γάντια και μάσκα έχουν πιάσει ψιλή κουβέντα, αλλά ακούγεται περισσότερο σαν βουή στα αυτιά μου. Στον τοίχο, αντισηπτικό. Δεν έχω διάθεση να σηκωθώ, νιώθω απίστευτα κουρασμένη. Έχω μαζί μου αντισηπτικά μαντιλάκια, βγάζω και δίνω και στον σύντροφό μου. Δεν μπορώ να ακουμπήσω την πλάτη μου πίσω στο μεταλλικό παγκάκι, αισθάνομαι την παγωμένη αφιλοξενία του να διαπερνά το δερμάτινο μπουφάν και σκέφτομαι ότι μπορεί να κρυολογήσω. Δεν είναι κατάλληλη η περίοδος για κρυολογήματα. Ούτε και ο χώρος. Διψάω. Έχει ανοίξει η καφετέρια έξω στο προαύλιο. Ο σύντροφός μου έχει γείρει μπροστά το κεφάλι του, δεν τον ξυπνάω. Σηκώνομαι και πάω να αγοράσω νερό. Ο υπάλληλος στο καφέ φοράει κι αυτός γάντια και μάσκα, ακουμπάει το νερό στον πάγκο. Δε θέλω να αγγίξω τα χέρια του. Αφήνω το κέρμα στον πάγκο και φεύγω. Έχω αρχίσει να φοβάμαι. Πίσω στην αίθουσα αναμονής, ο φύλακας ξυπνάει τον έναν από τους άστεγους και του ζητάει να φύγει, είναι υποχρεωμένος να κάνει τη δουλειά του. Ο άλλος πρέπει να ξεγλίστρησε την ώρα που έλειπα. Ο άστεγος αντιδρά, καθυστερεί. «Βρε άνθρωπε, ούτε 6 δεν είναι ακόμη, απάνθρωπε!» λέει στον φύλακα, κι εκείνος του δείχνει το ρολόι στον τοίχο πάνω από το κεφάλι του. Μετά λέει ότι θέλει να πάει στην τουαλέτα. Ο φύλακας αρνείται, είναι βέβαιος ότι πρόκειται για κόλπο ώστε να παρατείνει την παραμονή του, αλλά ύστερα συγκατανεύει, αν και ξέρει πως ο άστεγος θα λουφάξει κάπου και μετά θα πρέπει να τον ψάχνει πάλι από την αρχή. Ακόμα κι εγώ το ξέρω.

Παρασκευή 13.3.2020, 6.44 π.μ.

Έχει ξημερώσει, και τα περιστατικά είναι περισσότερα τώρα. Ακριβώς έξω από την αίθουσα αναμονής, η κίνηση αρχίζει να πυκνώνει. Τα ασθενοφόρα πάνε κι έρχονται. Άνθρωποι με γάντια και μάσκες που κρύβουν την αγωνία τους και φιλτράρουν τη φωνή τους βγάζοντας ένα ηχητικό αποτέλεσμα σε μια αλλόκοτα παρόμοια συχνότητα. Όλες οι χροιές μού φαίνονται ίδιες, σαν βόμβοι. Αλλά εκείνοι νιώθουν προστατευμένοι έτσι. Οι μόνοι απροστάτευτοι εγώ και ο σύντροφός μου. Μαντιλάκι. Κάθε φορά που νιώθω την απειλή του φόβου να πλησιάζει, μαντιλάκι ή αντισηπτικό, ό,τι είναι πιο εύκαιρο. Οι καιροί είναι ύπουλοι.

Παρασκευή 13.3.2020, 7.13 π.μ.

Σηκωνόμαστε από το παγκάκι. Νιώθω αυτόματα μια θέρμη να απλώνεται στους γλουτούς μου. Άφιλο το μέταλλο, δε ζεσταίνει με τίποτα – σίγουρα, όχι με ευχολόγια. Κατευθυνόμαστε προς τα Επείγοντα. Αντισηπτικό. Κανένας έξω από την πόρτα, μόνο εμείς οι δύο. Ο σύντροφός μου χτυπάει και μπαίνει διστακτικά. Ο γιατρός τού λέει πως η ακτινογραφία είναι μια χαρά, αλλά τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων θα βγουν σε λίγο. Αυτό το λίγο γίνεται όλο και πιο πολύ, αποκτά μεγαλύτερο βάρος όσο περνάει η ώρα. Αντισηπτικό. Ξανά στην αίθουσα αναμονής.

Παρασκευή 13.3.2020, 8.24 π.μ.

Νιώθω πως έχω ξεπεράσει τα όριά μου. Όσο κρύο και άβολο κι αν είναι το μεταλλικό παγκάκι, μου φαίνεται θελκτικό τώρα που είμαι εξουθενωμένη. Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει ακόμα. Κανένας δε μας φωνάζει να τα παραλάβουμε. Οι βάρδιες αλλάζουν, όπως και οι προτεραιότητες του προσωπικού. Η κίνηση έχει αυξηθεί πολύ. Τα γάντια και οι μάσκες γύρω μου πληθαίνουν. Λέω στον σύντροφό μου πως δεν αντέχω άλλο, πρέπει να πάω στο αυτοκίνητο. Θέλω πάλι να επισκεφθώ την τουαλέτα, αλλά υπερτερεί ο μηχανισμός επιβίωσης της φυγής, η επιστροφή στο σπίτι. Δεν έχω προλάβει να κάνω δυο τρία βήματα, και βλέπω τον άστεγο να περνάει ανανεωμένος από μπροστά μου. Είχα δίκιο. Τελικά τις ξέκλεψε τις δύο ωρίτσες. Κοιτάζω γύρω μου. Πουθενά ο φύλακας.

Παρασκευή 13.3.2020, 9.03 π.μ.

Πάρκαρα πρόχειρα σε μια γωνία όταν φτάσαμε τα χαράματα στο νοσοκομείο, σε χώρο στάθμευσης κατοίκων και πάνω σε στροφή λεωφορείου. Αλλά δεν έχω πάρει κλήση, ευτυχώς. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι επίφοβα. Αρχίζω να κάνω κύκλους μήπως βρω κάποιο πάρκινγκ και επιστρέψω στο νοσοκομείο. Νιώθω τύψεις που άφησα μόνο του τον σύντροφό μου εκεί, χωρίς μάσκα και γάντια, χωρίς εμένα με τα μαντιλάκια μου. Και είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθώ την τουαλέτα. Αλλά δε χρειάστηκε να παρκάρω. Στο τηλέφωνο, η σπασμένη από την πολύωρη ταλαιπωρία φωνή του συντρόφου μου μου ζητάει να τον παραλάβω από την κεντρική πύλη του νοσοκομείου. Βαρέθηκε να περιμένει, λέει. Φύγαμε με σχεδόν άδεια χέρια. Μόνη προσθήκη στην κουρασμένη παρέα μας στην επιστροφή, μια τσαλακωμένη μάσκα. Την έδωσε, πριν από λίγο, στον σύντροφό μου κάποια νοσηλεύτρια με σκιαγμένο βλέμμα και μια όψιμη, αλλά αυστηρή προειδοποίηση πίσω από την ανωνυμία ενός μασκοφόρου προσώπου. Αλλά μόνο μάσκα είχε να του προσφέρει, απολογήθηκε. Όχι γάντια.

Ένα βιβλίο που προτείνει η Μαρία Σεβαστιάδου, ενάντια στις κρίσεις πανικού!

«Τι να μαγειρέψω σήμερα;»
Ο πολυαγαπημένος σεφ Άκης Πετρετζίκης απαντά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ερώτημα μέσα από τη δική του ελληνική κουζίνα! Με περισσότερες από 260 συνταγές από την ελληνική, παραδοσιακή, «μαμαδίστικη» κουζίνα, Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα βιβλία μαγειρικής.

Share Button

The Author

Μαρία Σεβαστιάδου

Μαρία Σεβαστιάδου − Επιμελήτρια εκδόσεων