Απόσπασμα από το βιβλίο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΩΝ ΠΟΛΕΩΝ της BETTANY HUGHES
Απόσπασμα από το βιβλίο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΩΝ ΠΟΛΕΩΝ της BETTANY HUGHES
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, που ήταν ήδη Σουλτάνος των Οθωμανών εδώ και μία δεκαετία, ήταν αποφασισμένος να αλώσει τη Βασιλεύουσα. Οι πρώτες οθωμανικές πανοπλίες που εκτίθενται στο Στρατιωτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης καταδεικνύουν τον βαθμό του πολεμικού εκλεπτυσμού που είχε εκδηλωθεί σε εκείνες τις θρακικές πεδιάδες που περιέβαλλαν την πόλη: κράνη που ζύγιζαν 3,5 κιλά· 30 μέτρα αλυσιδωτού θώρακα για προστασία. Η επίθεση διήρκεσε πενήντα μία ημέρες. Παρά τις εντατικές, όσο και απεγνωσμένες, προετοιμασίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ –συγκέντρωσε τρόφιμα, επιδιόρθωσε τα τείχη–, καλούνταν να υπερασπιστεί την πόλη του έχοντας στη διάθεσή του μόλις 7.000 άντρες, ενδεχομένως όχι περισσότερους από 5.000. Οι Οθωμανοί έστειλαν μήνυμα στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα της Κωνσταντινούπολης που έβλεπαν προς τον Κεράτιο, στο οποίο δεσμεύονταν πως, εφόσον ο Αυτοκράτορας παραδινόταν, δε θα ακολουθούσαν ούτε σφαγές ούτε καταστροφές, και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει κάπου αλλού, ως υποτελής του Σουλτάνου. Η πρόταση απορρίφθηκε.
Τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες πριν από το τελειωτικό ρήγμα στις αμυντικές γραμμές της Κωνσταντινούπολης, είχε πραγματοποιηθεί περιφορά των ιερών κειμηλίων της πόλης πίσω από εικόνες της Παναγίας Οδηγήτριας (η οποία απεικονίζεται να δείχνει τον Ιησού, ως πηγή της σωτηρίας της ανθρωπότητας) και της Παναγίας Βλαχερνίτισσας (η οποία πήρε το όνομά της από το ιερό της Παναγίας των Βλαχερνών) σε μια ύστατη απόπειρα να αντληθεί δύναμη από τη Θεοτόκο προκειμένου αυτή να προστάτευε την πόλη που κάποτε φέρεται να είχε ευλογήσει. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές. Το Βυζάντιο ανέκαθεν βασιζόταν σε μισθοφόρους, και οι υπερασπιστές της πόλης το 1453 ήταν στην πλειοψηφία τους τυχοδιώκτες, ανάμεσά τους άντρες όπως ο Ιωάννης Ιουστινιάνης (Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόνγκο), ο Γενοβέζος στρατιωτικός που είχε οδηγήσει 700 κυνηγούς λαφύρων στην πόλη. Μετά από επτά εβδομάδες πολιορκίας, προκειμένου να σωθεί η Κωνσταντινούπολη θα χρειαζόταν πραγματικά ένα θαύμα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ έσπευσε στην Αγία Σοφία, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί πιστοί. Αφού προσκύνησε βουβά, ξαπλώνοντας στο δάπεδο, στη συνέχεια μετέλαβε και ευχαρίστησε τους κατοίκους της πόλης (καθώς και όσους είχαν πάει εκεί από αλλού) που είχαν συγκεντρωθεί για να πολεμήσουν μαζί του. Είχε αποχαιρετίσει ήδη τους συνεργάτες του στο καταρρέον Παλάτι των Βλαχερνών, όπου πολλοί, όπως λέγεται, άρχισαν να «κλαίνε και να βογκούν».5 Την τελευταία ημέρα της πολιορκίας, οι συγκρούσεις ξεκίνησαν περίπου στις 02:30. Οι Οθωμανοί στρατιώτες, με φωνές, τύμπανα και τσαμπούνες, ανακοίνωσαν την επίθεση. Προκλήθηκε ρήγμα στα τείχη, με τον Αυτοκράτορα και τους άντρες του να εξοντώνουν τους πρώτους περίπου 300 Οθωμανούς που επιχείρησαν να εισέλθουν. Όμως εκείνα τα κανόνια, έξω από τα τείχη, τα οποία είχαν υπερθερμανθεί τόσο ώστε μπορούσαν να ρίχνουν μόνο κάθε δώδεκα ώρες, συνέχισαν τον ανηλεή βομβαρδισμό. Οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να φτάσουν στα εσωτερικά τείχη και να περάσουν από μια μικρή, ανοιχτή πυλίδα, οπότε, μόλις κυμάτισε η Ημισέληνος από έναν πύργο, ακούστηκε πως η πόλη είχε αλωθεί. Οι Βυζαντινοί λύγισαν και οι Οθωμανοί εισέβαλαν. Τραυματισμένος στη διάρκεια της επίθεσης, ο Ιουστινιάνης πέθανε τρεις ημέρες αργότερα σε ένα αρχοντικό στα εύφορα, ολάνθιστα λιβάδια της Χίου, στο νησί που είχε παραχωρηθεί στους Γενοβέζους το 1355 με την ελπίδα πως οι τελευταίοι θα κινητοποιούνταν απέναντι στους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, όπως πληροφορούμαστε, είχε ικετέψει τον Ιουστινιάνη να παραμείνει στην πόλη· ο μισθοφόρος πρέπει να είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα να έβγαιναν νικητές.
Από τη στιγμή που τα οθωμανικά στρατεύματα κατόρθωσαν να εισέλθουν μέσα από τα όλο και μεγαλύτερα ρήγματα στα τείχη, ακολούθησαν λεηλασίες και βιασμοί –«οι πολεμιστές αγκάλιαζαν τις νεαρές καλλονές»–,6 οπότε περίπου 4.000 ψυχές σφαγιάστηκαν και οι υπόλοιποι κατέληξαν σκλάβοι. Τα χρονικά στη Δύση έκαναν λόγο για ποταμούς αίματος· για ιερά κειμήλια που αρπάχτηκαν από τις πολύτιμες θήκες τους και ποδοπατήθηκαν· για έναν Σουλτάνο που αποδείχτηκε στυγνότερος του Νέρωνα ή του Καλιγούλα. Ακόμα και οθωμανικές πηγές σε μεταγενέστερα χρόνια επιβεβαίωσαν ότι η επίθεση των Οθωμανών είχε καταστεί συνώνυμο της απληστίας. Το να βγάλεις εύκολο χρήμα σε μια δουλειά περιγραφόταν με τον όρο «λάφυρα από την Πόλη».7 Η Άλωση πήρε μορφή ηθικοπλαστικού αφηγήματος με την ίδια ταχύτητα που πέρασε στις σελίδες της Ιστορίας. Η καταστόλιστη, επίχρυση, σχεδόν μαγική εικόνα της Παναγίας που περιφερόταν στα τείχη ώστε οι κάτοικοι να αντλούν παρηγοριά σε παλαιότερους δύσκολους καιρούς, και πλέον βρισκόταν στη Μονή της Χώρας για προστασία, κατακερματίστηκε, και τα εξαίσια στολίδια της μοιράστηκαν για λάφυρα.
Ο Μωάμεθ εισήλθε στην πόλη όχι από τη Χρυσή Πύλη, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν όλοι οι ηγεμόνες που εισέρχονταν θριαμβευτές στην πόλη, αλλά από την Πύλη του Χαρισίου, η οποία στην εποχή μας ονομάζεται Πύλη της Εντίρνε. Η Χρυσή Πύλη, εκείνη η ελληνορωμαϊκή αψίδα, όσο στολισμένη κι αν ήταν, καλυμμένη με εικόνες από την ιστορία της Ελλάδας και της Ρώμης, ήταν αδιάφορη στους νέους ηγεμόνες της πόλης – χρήσιμη ίσως αποκλειστικά και μόνο για οικοδομικά υλικά. Η Εντίρνε αποτελούσε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα των Οθωμανών επί δεκαετίες – εκεί είχε γεννηθεί ο Μωάμεθ, και η Στρατιωτική Οδός οδηγούσε απευθείας από την Εντίρνε σε αυτό το βορειοδυτικό σημείο της Νέας Ρώμης. Στην εποχή μας, η Πύλη της Εντίρνε έχει αποκατασταθεί. Η Χρυσή Πύλη πνίγεται στα αγριόχορτα.
Λέγεται πως όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής πέρασε την Πύλη του Χαρισίου, κοίταξε ολόγυρα το ρημαγμένο τοπίο, βόγκηξε βαριά και δάκρυσε: «Τι πόλη παραδώσαμε στη λεηλασία και την καταστροφή». Όμως γρήγορα σκούπισε τα μάτια του και έπιασε δουλειά.
Ένα εκπληκτικό έγγραφο το οποίο φυλάσσεται στις κλειστές αποθήκες της Βρετανικής Βιβλιοθήκης μάς δίνει μια εικόνα της προετοιμασίας και του σχεδιασμού που προηγήθηκε εκείνης της κοσμογονικής στιγμής. Πλήρως ξεδιπλωμένο καλύπτει ένα ολόκληρο τραπέζι· έξοχα φτιαγμένο, γραμμένο στα ελληνικά, με σκούρα μπλε μελάνη δρυός. Ως ημερομηνία αναγράφεται η 1η Ιουνίου 1453, μόλις τρεις ημέρες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Το συγκεκριμένο έγγραφο –παραχώρηση από την πλευρά του Μωάμεθ προνομίων στους Γενοβέζους του Γαλατά, με την οποία επετράπη στη δεμένη κοινότητα των μεταναστών που ζούσαν εκεί να συνεχίσουν το εμπόριό τους από τη σημερινή συνοικία του Καράκιοϊ– έχει μόλις δύο μικρές προσθήκες, συμπληρωμένες στο περιθώριο. Κατά τα λοιπά, πρόκειται για ένα καθαρό πρώτο χειρόγραφο. Προφανώς η όλη αλλαγή καθεστώτος είχε σχεδιαστεί προσεκτικά εκ των προτέρων, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια. Το έγγραφο, το οποίο υπογράφει ο τοπικός βεζίρης Ζαγανός Πασάς, έχει το μονόγραμμα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ αποτυπωμένο στην κορυφή του.9 Ο Γαλατάς δεν κατελήφθη διά της βίας, όμως πλέον όλοι οι κάτοικοί του όφειλαν να υπηρετούν τον Σουλτάνο.10
Το τι ακριβώς απέγινε ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, παραμένει ασαφές. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τις μεταξωτές κάλτσες που εκείνος φορούσε, οι οποίες ήταν κεντημένες με έναν αετό, στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε και περιφέρθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Λέγεται επίσης ότι τη σορό του Αυτοκράτορα την πήρε ένας άγγελος, τη μαρμάρωσε και την έθαψε κάτω από τη Χρυσή Πύλη (απηχώντας τον θρύλο ότι από τον τάφο του στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η σορός του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε σε κάποια σπηλιά, από όπου μια ημέρα θα αναστηθεί). Άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη πως η Χρυσή Πύλη φράχτηκε από τους Οθωμανούς διά παν ενδεχόμενον – σε περίπτωση που κάποιος αυτοκράτορας θα επέστρεφε από τους νεκρούς να αναζητήσει εκδίκηση.
Και έτσι, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ –συνονόματος του θεμελιωτή της Κωνσταντινούπολης, του Μεγάλου Κωνσταντίνου– δεν έγινε απλώς ο ενδέκατος αυτοκράτορας με το όνομα «Κωνσταντίνος», αλλά και ο τελευταίος χριστιανός αυτοκράτορας της Πόλης.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν ανέκαθεν ένας τόπος όπου οι ιστορίες συγκρούονται με την Ιστορία, όπου το αφήγημα είναι τόσο δυνατό όσο το καθαρό ιστορικό γεγονός. Από το Κοράνιο μέχρι τον Σαίξπηρ, η πόλη με τα τρία ονόματα –Βυζάντιο, Κωνσταντινούπολη, Ιστανμπούλ–, αντηχεί ως ιδέα και ως τόπος και ξεπερνά τα σύνορά της, πραγματικά και φανταστικά. Η πύλη ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο, έχει λειτουργήσει ως πρωτεύουσα της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής, της Λατινικής και της Οθωμανικής. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της ύπαρξής της το κοσμοπολίτικο αυτό μέρος ήταν γνωστό απλώς ως Η Πολιτεία, αλλά, όπως αποκαλύπτει η Μπέτανι Χιουζ, δεν αποτελεί μόνο μια πολιτεία αλλά μια παγκόσμια ιστορία.
Στο επικό αυτό βιβλίο, η Χιουζ μάς οδηγεί σ’ ένα μαγευτικό ιστορικό ταξίδι από τη νεολιθική εποχή στο παρόν, μέσω των πολλών ενσαρκώσεων μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις, εξερευνώντας τρόπους με τους οποίους η επιρροή της διαμόρφωσε τον ευρύτερο κόσμο. Η Χιουζ μελετά αυτό που απαιτείται για να γίνει μια πολιτεία και αφηγείται την ιστορία όχι μόνο αυτοκρατόρων, βεζίρηδων, χαλίφηδων και σουλτάνων, αλλά των φτωχών και όσων δεν έχουν φωνή, γυναικών και αντρών των οποίων οι προσδοκίες και τα όνειρα επανεφηύραν την Κωνσταντινούπολη.
Βασισμένο σε λεπτομερή έρευνα και στοιχεία που συλλέχθηκαν επί μια δεκαετία καθώς και νέα αρχαιολογικά ευρήματα, πρόκειται για ένα συναρπαστικό πορτρέτο μιας σπουδαίας πόλης.