Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου
Έψαχνα τι να κρεμάσω στον λαιμό και τότε την είδα. Ήταν εκεί όπου την είχα φυλαγμένη, στον λαιμό του αγγείου, δώρο κάποιου, με πιστοποίηση από το Μουσείο. Έκανα να τη βγάλω και τότε διαπίστωσα πως ήταν μπερδεμένη.
Κοίταξα το ρολόι μηχανικά –δεν ήταν να πάω πουθενά ούτε και είχα κάτι να κάνω–, την πήρα στα χέρια, φόρεσα τα γυαλιά κι εκεί στο όρθιο προσπάθησα μήπως και τα κατάφερνα να την ξεμπλέξω.
Αδύνατον.
Κάθισα στο σαλόνι παίρνοντας και μια καρφίτσα για βοήθεια.
Με προσοχή τράβηξα τη μια πλευρά, θέλοντας να βρω μια άκρη, έναν δρόμο για να την ελευθερώσω.
Αδύνατον· ήταν κουβάρι σφιχτομπλεγμένο.
Πήρα να την ψηλαφώ από την άλλη πλευρά· κρίκο τον κρίκο προσπάθησα να βρω τη λύση. Τη στριφογύρισα, πέρασα, έβγαλα. Τίποτε, επιδεινώθηκε η κατάστασή της. Μπλέχτηκε. Διπλό κουβάρι.
Έμπηξα την καρφίτσα σε ένα κενό και τότε τα ακροδάχτυλά μου αγκύλωσαν. Καμιά κίνηση, μόνο μια αιφνίδια εικόνα, και σε δευτερόλεπτα πολλές, σας αστραπές, εικόνες περνούσαν εμπρός μου. Σάστισα. Άρχισα να μιλώ ολομόναχη κρατώντας τη στη μια παλάμη:
«Κόμπος, όπως η ζωή μας. Μπέρδεμα η ζωή, σαν εσένα. Τραβάς και κάθε φορά μια ζωή ξεσκεπάζεται. Μια ζωή που εκλιπαρεί, φωνάζει, ψιθυρίζει, μουγκή βουλιάζει. Ακόμα χειρότερα, μια άλλη ολομόναχη σβήνει. Κουβάρι, κι όμως συνεχίζουμε εξαντλημένοι μέσα σε κάποιους γνώριμους τοίχους που κρύβουν φωνές, σιωπές, πόνο, δάκρυ».
Κουβάρι. Θα την κόψω για να σώσω ό,τι μπορώ, είπα δυνατά.
Μη, η άλλη μου φωνή, αν με τραβήξεις λίγο ακόμη, θα διαλυθώ. Διαλύθηκα εγώ, το αφεντικό μιας μικρής επιχείρησης, και συμπαρέσυρα δυο ζωές, δέκα, τριάντα ανθρώπους που ζούσαν από το μαγαζί κι άλλους ακόμη χιλιάδες στις αμέτρητες επιχειρήσεις.
Κουβάρι. Τράβηξέ με επιτέλους, δε θέλω να περιμένω.
Κουβάρι, μπες από την άλλη. Μια άκρη, δεν τη βλέπεις;
Μα, προς Θεού, τι κάνετε; Σας ικετεύω, σταματήστε, δεν ακούτε πώς βαριανασαίνω; Χάνομαι κάτω από το κουβάρι.
Κουβάρι.
Είμαι εδώ κι εσείς όλοι από την άλλη πλευρά.
Φφφ! Ακούστε με, όλα θα σιάξουν για σας. Φφφ, για μένα γράφτηκε το τέλος. Μοναχικό και ξαφνικό. Φεύγω. Φφφ, για το ταξίδι δίχως επιστροφή, αλλά εσείς θα βρείτε την άκρη με υπομονή, δίχως να σπάσετε κανέναν κρίκο και ο κόμπος τότε…
Σταμάτησαν οι εικόνες, η φωνή, η δική μου φωνή, έσβησε και ήταν τότε που τα δάχτυλα ζεστάθηκαν και ήρθε πάλι το αίμα, τα ενεργοποίησε και τα βοήθησε να κινηθούν, και δίχως να την πληγώσω, δίχως να την καταστρέψω, ξέμπλεξα την αλυσίδα-δώρο.
Κανένας δε θα σε κόψει, ψιθύρισα, μόνο με ασφάλεια εδώ θα σε κρεμάσω, γιατί είσαι κομμάτι της ζωής μου και θα έρθει η στιγμή να σε ταξιδέψω.
Κι η αλυσίδα, καθώς την πέρασα από τον λαιμό του αγγείου, έλαμψε.