Το ραδιόφωνο έχει πάψει να μεταδίδει ειδήσεις. Κάτι μονότονες σονάτες διαδέχονται η μία την άλλη.
Η κυρία Δέλτα έχει κουραστεί. Δεν αντέχει άλλα λόγια, άλλους ήχους, άλλες φωνές.
Ο κύριος Δέλτα συνεχίζει την αφήγησή του.
Μέχρι στιγμής η σβάστικα, πλην της Ακρόπολης και του Δημαρχείου, έχει υψωθεί στη Γερμανική Πρεσβεία, στη Γερμανική Ακαδημία και στα ξενοδοχεία Μεγάλη Βρεταννία και Κινγκ Τζορτζ.
Αντιπροσωπείες Γερμανών έχουν καταλάβει το Δημαρχιακό Μέγαρο, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Ταχυδρομείο και το Τηλεγραφείο. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι θα έχουν μπει σε όλα τα σημαντικά δημόσια κτίρια.
«Φημολογείται ότι διοικητής της Ελλάδος θα αναλάβει ο πρίγκιπας Έρμπαχ, προσωρινά τουλάχιστον».
Η κυρία Δέλτα γνωρίζει τον Φον Έρμπαχ. Είναι ο Γερμανός πρεσβευτής. Ψηλός, με μάτια ανέκφραστα, που φαντάζουν γυάλινα. Ζει καιρό στην Αθήνα, σ’ εκείνη την εντυπωσιακή έπαυλη του Ψυχικού, μαζί με την κατάξανθη σύζυγό του, μια γυναίκα που δεν καταδέχεται ν’ ακουμπήσει ούτε τα τραπεζομάντιλα του νοικοκυριού της.
Αχ, Ίων, ήσουνα η ελπίδα μου για το μέλλον της Ελλάδας.
Δες πού φτάσαμε χωρίς εσένα.
«Η κατοικία του Έρμπαχ είναι το σημείο όπου σπεύδουν όλοι οι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αυτή την ώρα», συνεχίζει ο κύριος Δέλτα. «Μου είπαν ότι εθεάθη να μπαίνει και ο Χόχενμπεργκ. Έλαμπε το πρόσωπό του. Μόλις τον είδαν οι Γερμανίδες της πρεσβείας, τον χαιρέτησαν ναζιστικά φωνάζοντας Χάιλ Χίτλερ. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Έρμπαχ και ο Χόχενμπεργκ θα πήγαν μαζί στο καφενείο Παρθενών για την παράδοση της πόλης».
Κλεμ φον Χόχενμπεργκ.
Ναι, τον ξέρει κι αυτόν η κυρία Δέλτα.
Είναι ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γερμανίας που μέχρι σήμερα το πρωί βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών. Η πολυετής παραμονή του στην πρωτεύουσα έχει αφήσει εποχή στους κοσμικούς κύκλους. Γυναικάς. Πότης. Φαιδρό υποκείμενο.
«Επίσης για τη θέση του φρούραρχου της πόλης προαλείφεται κάποιος αντισυνταγματάρχης ονόματι Φον Σέιμπεν. Μια πληροφορία από το Υπουργείο Εσωτερικών λέει ότι το απόγευμα αυτός ο Φον Σέιμπεν θα καλέσει στο Δημαρχιακό Μέγαρο τους διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων για να τους δηλώσει ότι…» ο κύριος Δέλτα βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτάκι στο οποίο έχει σημειώσει το μήνυμα: «…Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνη εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθεί εντός ολίγων ημερών…»
Φιλία. Ειρήνη.
Η κυρία Δέλτα νιώθει το στομάχι της να σφίγγεται.
Τι εμπαιγμός.
Η Ελλάδα βούλιαξε στην κόλαση, σβήνεται από τον χάρτη.
Τόσα χρόνια παλέψαμε για ιδέες, οράματα, σκέφτεται. Πήραμε πίσω πατρίδες που μας είχαν κλέψει. Ο Μακεδονικός Αγώνας. Το αίμα που χύθηκε στα Βαλκάνια. Άλλοι πολεμούσαν, άλλοι έγραφαν. Και τι καταφέραμε; Αποτύχαμε οικτρά, και πρώτη απ’ όλους εγώ.
Ο κύριος Δέλτα σηκώνεται.
«Αυτά λοιπόν γνωρίζουμε ως τώρα».
Ευτυχώς ολοκλήρωσε… Γιατί εκείνη έχει κουραστεί. Δεν αντέχει άλλα λόγια, άλλους ήχους, άλλες φωνές.
Θέλει όλα να ησυχάσουν.
Θέλει σιωπή.
Τη σιωπή μας.
Όταν πλέον το όνειρό τους είχε σκορπίσει στους ανέμους της μοίρας, εκείνος της έστειλε ένα γράμμα.
Λοιπόν τι μένει; της έγραφε. Η ΣΙΩΠΗ. Αυτή ας πλακώσει σαν πλάκα τάφου τις δυο ψυχές μας […]
[…] Είχαν βγει από τη μοναξιά τους οι δυο ψυχές μας και μιλήθηκαν, και η μια ηύρε στην άλλη χάρη και εμορφιά, και αγαπήθηκαν και φιλήθηκαν, και πόνεσαν, και ήλθε ένας καιρός να γυρίσουν πίσω η κάθε μια στη μοναξιά της, και λυπήθηκαν και μαράθηκαν, και σώπασαν.
Και το γράμμα τελείωνε:
Και πλάκωσε τις δυο ψυχές η πλάκα της ΣΙΩΠΗΣ, της σιωπής και μοναξιάς.