25 Μαρτίου 1821 – Ο πρώτος εορτασμός της εθνικής επετείου στην Ελλάδα του Όθωνα (1838)

Share Button

Όταν το 1835 ο βασιλιάς Όθων (1815-1867) ενηλικιώθηκε και ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα, δεν εορταζόταν κάποια εθνική επέτειος σχετικά με την Επανάσταση του 1821, αν και υπήρχαν κάποιες προτάσεις. Μία από αυτές που αφορούσε την ημερομηνία «25 Μαρτίου» είχε κατατεθεί το 1834 από τον λογοτέχνη Παναγιώτη Σούτσο (1806-1868). Το σκεπτικό του ήταν ότι, ενώ η επανάσταση είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πιο πριν, γενικεύτηκε στην Πελοπόννησο στις 25 Μαρτίου. Ο υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Κωλέττης υποστήριξε την πρόταση με σχέδιο νόμου (22-1-1835). Τελικά η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως η ημέρα επετείου της ελληνικής επανάστασης με το Βασιλικό Διάταγμα 980 (15-3-1838). Την πρόταση είχε καταθέσει εκ νέου ο Γεώργιος Γλαράκης, υπουργός των Εκκλησιαστικών, της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των Εσωτερικών.

Στις 23 Μαρτίου αναρτήθηκαν στην Αθήνα προγράμματα που περιέγραφαν τις εκδηλώσεις. Στις 24 του μήνα, κατά τη δύση του ηλίου, ρίχτηκαν 21 κανονιοβολισμοί. Το ίδιο έγινε και με την ανατολή του ηλίου στις 25 Μαρτίου. Εκείνο το πρωί, μια μουσική μπάντα περιδιάβαζε στην πόλη και ειδοποιούσε τους κατοίκους για την πανηγυρική ημέρα. Σε όλες τις εκκλησίες γίνονταν Λειτουργίες, με πιο επίσημη αυτή στον καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου (τότε Αιολική οδός).

Στις οχτώ το πρωί στρατιωτικά αγήματα είχαν παραταχτεί στους δρόμους απ’ όπου θα περνούσε η βασιλική άμαξα. Οι βασιλείς φορούσαν τις επίσημες παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές τους. Ξεκίνησαν από το πρώτο παλάτι τους, που σήμερα είναι το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Ο χώρος έξω από αυτό είχε διαμορφωθεί σε μια μεγάλη δεντροφυτεμένη πλατεία, που ονομάστηκε Πλατεία 25ης Μαρτίου, επειδή έγινε εκεί η πρώτη πάνδημη εορτή για την 25η Μαρτίου. Στον ίδιο χώρο ο δήμος ανήγειρε ένα μνημείο και μια αψίδα.

Η βασιλική άμαξα έφτασε στον μητροπολιτικό ναό, ενώ χιλιάδες λαού που είχαν κατακλύσει τους γύρω δρόμους επευφημούσαν τους βασιλείς. Στον ναό υπήρχαν επίσημοι κάθε είδους, μαζί δε και πολλές από τις θρυλικές μορφές της επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Κουντουριώτης, ο Νικηταράς και ο Μακρυγιάννης.

.

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί το λάβαρο της Επανάστασης (πίνακας από τον Θεόδωρο Βρυζάκη, 1865)

.

Ένας Γερμανός ανταποκριτής έγραψε: «Κατά την τριετή παραμονή μου στην Ελλάδα δεν έτυχε να ζήσω παρόμοιες σκηνές ενθουσιασμού… όπως εκείνη την ημέρα της 25ης Μαρτίου που γιορτάστηκε για πρώτη φορά ως Εθνική Εορτή του Ελληνισμού στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης… δάσος από σημαίες πλαισίωνε την άμαξα του βασιλέα που στις εννέα το πρωί προχωρούσε πανηγυρικά προς την εκκλησία της οδού Αιόλου, ενώ ο λαός ξέσπαγε απ’ όλες τις πλευρές σε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές, καθώς έβλεπε το βασιλικό ζεύγος ντυμένο με ελληνικές λαϊκές φορεσιές…»

Όταν τελείωσε η δοξολογία έπεσαν ακόμα 21 κανονιοβολισμοί και οι βασιλείς επέστρεψαν στο παλάτι. Παρά το ότι έριχνε ψιλόβροχο επί σχεδόν πέντε ώρες, ακολούθησε μια μεγαλόπρεπη τελετή στην πλατεία του παλατιού και βέβαια ένα ατελείωτο γλέντι ανάμεσα στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί.

Ο Ρήγας Παλαμήδης (1794-1872), αγωνιστής της επανάστασης, λόγιος και πολιτικός, περιγράφει τις εκδηλώσεις: «…Η τελετή εγένετο μεθ’ όλης της πομπής και επισημότητας – είχον δε συνέλθει ενταύθα άπασαι σχεδόν αι δημοτικαί αρχαί της Αττικής και πλήθος λαού των περιχώρων μετά των σημαιών, όπλων και τυμπάνων…». Επίσης η Ιουλία φον Νόρντενφλιχτ [Julia von Nordenflycht], Κυρία Επί των Τιμών και παιδαγωγός της βασίλισσας Αμαλίας εκείνη τη μέρα έγραψε σε επιστολή της ότι οι βασιλείς παρακολούθησαν τη δοξολογία και μετά επέστρεψαν στο παλάτι. Το ίδιο και οι χιλιάδες του λαού που «…συνηθροίσθησαν υπό τον εξώστην, επί του οποίου οι βασιλείς ίσταντο, και μετ’ ολίγον ήρχισεν υπό τον ήχον της χωρικής μουσικής η εκτέλεσις του, οτέ μεν υπό δύο οτέ δε υπό πλειόνων προσώπων, χορευομένου τοσούτον ιδιορρύθμου ελληνικού χορού. Εσχηματίσθησαν διάφοροι κύκλοι χορευτών επί της μεγάλης πλατείας προ των ανακτόρων…»

Το κλίμα ευφορίας επικρατούσε παντού εκείνη τη μέρα. Και όταν νύχτωσε, όλη η πόλη ήταν φωταγωγημένη, μαζί και η Ακρόπολη. Στον, δε, Λυκαβηττό σχηματίστηκε με φανούς ένας τεράστιος σταυρός με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», πράγμα που προξένησε την έκπληξη των Αθηναίων.

Παρόμοιες εκδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας.

Η Αθήνα του Όθωνα  βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου βιβλίου του Θάνου Κονδύλη Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ, που θα κυκλοφορήσει στις 30/5.

Λίγα λόγια για το βιβλίο Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ

«Είμαι η δούκισσα της Πλακεντίας, η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν… τον έρωτα τον γνώρισα πολύ καλά… μόνο στη χώρα που σημάδεψε τη ζωή μου, την Ελλάδα. Εδώ κατάλαβα ότι ήταν η πατρίδα μου, λες και με περίμενε χρόνια…»

Αθήνα 1846. Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Δανάη Θόρτον φτάνει στην πόλη με σκοπό να πάρει συνέντευξη από την πλουσιότερη γυναίκα της Ελλάδας, τη διάσημη δούκισσα της Πλακεντίας. Ενώ περιηγείται στην Αθήνα του Όθωνα και της Αμαλίας παντού ακούει τον κόσμο να μιλάει για αυτή την εκκεντρική γυναίκα.

H Δανάη θα γνωρίσει έναν όμορφο νέο, τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη. Θα συνδεθούν ερωτικά και για αυτήν η Αθήνα θα γίνει η πόλη του έρωτα.

Κάποια στιγμή η Δανάη θα κληθεί επειγόντως στο παλάτι. Η βασίλισσα Αμαλία θα την προειδοποιήσει ότι έχει ενοχλήσει πολλούς με τις ερωτήσεις της για τη δούκισσα, για την οποία η βασίλισσα θα εκφραστεί με τα χειρότερα λόγια. Η Δανάη δε δίνει σημασία, καθώς καταλαβαίνει την αντιπαλότητα των δύο γυναικών. Αλλά δεν υποψιάζεται ότι ο τροχός της μοίρας ήδη γυρίζει εναντίον της. Σύντομα παλαιοί εφιάλτες θα ζωντανέψουν και εχθροί από το παρελθόν θα φανερωθούν. Θα χτυπήσουν αυτήν και τον αγαπημένο της Ιωάννη αφήνοντας στο κορμί και στην ψυχή της βαθιά σημάδια.

Η Δανάη, για να βρει τη λύτρωση στο ακαθόριστο πεπρωμένο της, θα πρέπει να διαβεί τους σκοτεινούς διαδρόμους του παλατιού μιας γυναίκας η οποία από καιρό την παρακολουθεί.

Η άγνωστη ιστορία της δούκισσας της Πλακεντίας στο πρόσωπο της οποίας συγκρούστηκαν παθιασμένα ο έρωτας για έναν άντρα με το πάθος της για την Ελλάδα.

Share Button

The Author

Θάνος Κονδύλης

Ο ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα και από το 2006, ύστερα από πολυετείς σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Το 1996 και το 2002 τιμήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων για το συγγραφικό του έργο, ενώ το 2015 βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών η διδακτορική διατριβή του σχετικά με το μεσαιωνικό Ναύπλιο. Διακρίνεται για την αγάπη που έχει για το βιβλίο και ασχολείται αποκλειστικά με τη δημιουργική γραφή. Έχει συγγράψει με επιτυχία περισσότερα από τριάντα βιβλία, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία, διηγήματα, ιστορικά έργα και δοκίμια, μερικά εκ των οποίων έχουν ήδη μεταφραστεί και στο εξωτερικό.