Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Όλα ενώνονται μεταξύ τους με ένα αόρατο κυτταρικό νήμα, στις δύο άκρες του οποίου αιωρούνται οι ηλεκτρισμένες χειραψίες της μοίρας με την πραγματικότητα.
Αόρατο. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί.
Όσο στιβαρά κι αν σου έχουν μάθει να αγκαλιάζεις τις κολόνες του ρεαλισμού, το σκουλήκι της φαντασίας παραμονεύει σε εγκυμονούσα κατάσταση μέσα στην ίδια σου τη σκιά. Αρκεί να έχεις την (προ)διάθεση να αφεθείς. Και να το αφήσεις. Τότε, αργά ή γρήγορα θα βρει μια ρωγμή και θα σε τυλίξει σαν φουσκοθαλασσιά. Μπορεί να είναι η ροζιασμένη φωνή του Τζόνι Κας, το μαύρο σ’ έναν πίνακα του Ρόθκο, ένα βλέμμα του Τζέιμς Ντιν, η απέριττη ερωτικότητα μιας polaroid της Ναν Γκόλντιν, κάποιο βιβλίο, ίσως ένα ποίημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι Λέξεις.
Οι λέξεις, αυτές οι μεταλλαγμένες βδέλλες. Κολλούν πάνω σου, τρέφονται από τη φαντασία σου, κολυμπούν μέσα στο μυαλό σου, κι ενώ θα έπρεπε να σου ρουφάνε το αίμα, ρουφάνε τη σκέψη σου. Είναι αχόρταγες, διεκδικούν με βουλιμία κάθε ίντσα της καθημερινότητάς σου, χτίζουν ύπουλα μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου εκεί θα μπορούν να επιβιώνουν ολοκληρωμένες, αυθύπαρκτες, σαρκοβόρες, λυτρωτικές.
Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθείς.
Δεν υπάρχει τόπος να κρυφτείς.
Σύντομα θα καταλάβεις πως η λογοτεχνία είναι ένα σαρδόνιο γαϊτανάκι όπου εναλλάσσονται διαδοχικά και αυθαίρετα οι αιώνες, οι εποχές, οι γλώσσες, η θλίψη, η ευδαιμονία, η απώλεια, το χρώμα, τα όμορφα κορίτσια, τα ριψοκίνδυνα αγόρια, η επανάσταση, οι άδειοι δρόμοι, η Πρέβεζα, το Μακόντο, ο έρωτας και τα γεμάτα ποτήρια.
Λίγο μετά την ενηλικίωση θα νιώσεις ότι ανακάλυψες την πραγματική σου πατρίδα. Θα κάνεις σημαία σου τους μονολόγους του Έρμαν Έσσε, θα ονειρεύεσαι κάθε βράδυ τις αμερικανικές λεωφόρους και τα κίτρινα ρωμαϊκά κεριά του Τζακ Κέρουακ και θα προσπαθείς να φανταστείς τον Καρυωτάκη ως δημόσιο υπάλληλο. Όταν διαβάσεις για την πικρή ομορφιά που έγραψε ο Ρεμπό στα δεκαεφτά του, θα νιώσεις ότι ξαναβαφτίστηκες.
Τα χρόνια περνούν. Εσύ αποστηθίζεις με μανία Σαχτούρη, Λεοντάρη ‒είμαι ένα απελπισμένο κύμα μες στη μέση του πελάγους‒ Καρούζο, Ασλάνογλου. Αποστηθίζεις φλέβες και κόκκινα μάτια. Σε μαγεύουν τα σπαράγματα της Καραπάνου, το μαγικό σύμπαν της Ζατέλη και τα αφηγήματα-χαϊκού του Γονατά. Τα καλύτερα έρχονται μαζί με τις θύελλες. Ο συνταγματάρχης Μπουενδία του Μάρκες, ο μαύρος ήλιος που κατατρώει τον πρόξενο στο Κάτω από το ηφαίστειο, οι υπαρξιακές εμμονές του Κάφκα, οι πόρνες στο Τελευταία έξοδος από το Μπρούκλιν. Ταυτίζεσαι, απογοητεύεσαι, παίρνεις θάρρος και βουτάς ακόμα πιο βαθιά. Ανακαλύπτεις τις ιδεοληπτικές περσόνες του Φίλιπ Ροθ, τον εθιστικό μηδενισμό του Κόρμακ ΜακΚάρθι, κι ένας καθηγητής σου αναφέρει το Κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου. Αρχίζεις να γίνεσαι πιο τολμηρός. Απολαμβάνεις τον αισθησιακό σουρεαλισμό του Μουρακάμι, τους χαμένους από χέρι ήρωες του Ιζό, τα νουάρ δωμάτια του Σιμενόν, τον φλεγματικό τσαμπουκά του Τζόναθαν Κόου, τις λεκτικές ακροβασίες, που θυμίζουν επιληπτικές κρίσεις, του παντελώς άγνωστου Ντέιβιντ Πις.
Ποτέ δε σταματάς να αποστηθίζεις ποίηση: Ντίλαν Τόμας, Αν Σέξτον, Πάουλ Τσελάν, Τ.Σ. Έλιοτ. Διαβάζεις τους Άγριους ντετέκτιβ. Και ύστερα τους ξαναδιαβάζεις. Αναγνωρίζεις τον Ρομπέρτο Μπολάνιο ως τον μεγαλύτερο συγγραφέα του 21ού αιώνα. Κάποιος σου κάνει δώρο ένα βιβλίο της Άυν Ραντ. Αναρωτιέσαι γιατί τα κείμενά της δε διδάσκονται σε σχολεία, πανεπιστήμια, λέσχες και ιδρύματα. Είναι επικίνδυνη, γι’ αυτό, αποκρίνεσαι ο ίδιος. Θα ήταν ιδανικό ζευγάρι με τον Φιτζέραλντ, καταλήγεις. Συνεχίζεις να γυρίζεις σελίδες εις το διηνεκές, ώσπου…
Ένα βράδυ κάποιος φίλος σου αναπολεί μια κοπέλα που είχε ερωτευτεί. Ξέρεις τι μου έχει μείνει από κείνη, μονολογεί. Η άψογη μελαγχολία της. Το επόμενο πρωί ξεκινάς να γράφεις το πρώτο σου διήγημα: Η άψογη μελαγχολία της Ευγενίας Φ. Και έκτοτε δε θα ξανασταματήσεις. Χειρόγραφες σελίδες κρυμμένες σε συρτάρια και ντουλάπια, επικές μονογραφίες αγαπημένων ποιητών, οι πρώτες αμήχανες δημοσιεύσεις, οι δειλές απόπειρες μετασχηματισμού των σκέψεων σε λέξεις και των ατίθασων μαιάνδρων της φαντασίας σε οργανωμένο κείμενο. Στις εκβολές των συλλαβών και των λευκών χαρτιών γεννιέται η Νόσος των εραστών.
Αλλά το ταξίδι έχει μόλις ξεκινήσει. Όταν συγκρούονται η φαντασία με την πραγματικότητα στις ιδανικά αντίξοες συνθήκες, τότε γεννιούνται οι πιο όμορφες ιδέες. Και μεταμορφώνονται σε ηλεκτρισμένες σπειροειδείς ιστορίες, οι οποίες αναπαράγονται στις σελίδες ενός καινούργιου βιβλίου. Ιστορίες μέσα στις ιστορίες μέσα στις ιστορίες… Από τα βάθη τους ξεπροβάλλουν 400 σελίδες. Ένας φόρος τιμής σ’ εκείνους που ακολουθούν αμετανόητοι την καρδιά τους, που πιστεύουν στα καθαρά βλέμματα και στα ανόθευτα συναισθήματα, αλλά και δε διστάζουν να ρισκάρουν για να φτάσουν στον στόχο τους, να θυσιάσουν την έως τότε αμόλυντη καθημερινότητά τους για να πετύχουν τον αμφιβόλου ηθικής σκοπό τους, να πάνε εντέλει κόντρα στο ρεύμα για έναν έρωτα, μια φιλία, για μερικές δεσμίδες κρυμμένα χαρτονομίσματα, επειδή ξέρουν ότι Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα. Και ο Ντέιν, η Υβόν, ο Σνόου, ο Ιρλανδός και ο Ντελόν νιώθουν πιο ζωντανοί και από μελλοθάνατο που μαθαίνει πως έγινε λάθος με το δείγμα DNA στην καταδικαστική απόφαση και βρίσκεται ξαφνικά να σουλατσάρει ελεύθερος στα βουλεβάρτα και στις πλατείες.
Το βιβλίο ΜΟΝΟ ΤΑ ΝΕΚΡΑ ΨΑΡΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΡΕΥΜΑ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ στις 8/10