Γιατί μετακόμισε η οικογένειά σας στην Αγγλία;
Στην αρχή υποτίθεται ότι θα ήταν ένα σύντομο ταξίδι. Ο πατέρας μου ήταν ωκεανογράφος, και ο επικεφαλής του Βρετανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας τον προσκάλεσε για να δοκιμάσει μια εφεύρεσή του, κάτι σχετικά με τις μετεωρολογικές παλίρροιες – δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Το Ινστιτούτο είχε ιδρυθεί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οπότε υπήρχε ένας αέρας μυστικότητας γύρω του. Ο πατέρας μου πήγαινε σε ένα μέρος κάπου στο δάσος. Μία φορά μόνο το επισκέφτηκα.
Το μυθιστόρημα Τ’ Απομεινάρια μιας μέρας βραβεύτηκε με Booker. Άλλαξε κάτι στη ζωή σας αυτή η επιτυχία;
Όταν εξέδωσα το Ένας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου, ζούσα ακόμα τη ζωή ενός άσημου συγγραφέα. Αυτό άλλαξε μέσα σε μια νύχτα περίπου έξι μήνες αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, προτάθηκε για Booker και κέρδισε το Βραβείο Whitbread. Τότε ήταν που αποφάσισα να αγοράσω αυτόματο τηλεφωνητή. Ξαφνικά, άνθρωποι που μετά βίας γνώριζα με καλούσαν σε δείπνο. Μου πήρε λίγο καιρό για να καταλάβω ότι δε χρειαζόταν να λέω «ναι» σε όλα. Έτσι χάνεις τον έλεγχο της ζωής σου. Όταν κέρδισα το Booker, τρία χρόνια αργότερα, είχα μάθει πια πώς να αρνούμαι ευγενικά τις διάφορες προσκλήσεις.
Απόσπασμα από συνέντευξη του Καζούο Ισιγκούρο στο www.theparisreview.org
Με το σκηνικό του «Θαμμένου γίγαντα» τι συνέβη;
«Οταν μιλώ για σκηνικό, οφείλω να το πω αυτό, δεν αναφέρομαι μόνο στον τόπο και τον χρόνο του μυθιστορήματος, εννοώ και τη μορφή, το είδος της μυθοπλασίας. Υποθέτω ότι στον «Θαμμένο γίγαντα» όλα αυτά αναδύθηκαν μαζί στο μυαλό μου. Προσπαθούσα να βρω με ποιον τρόπο μια κοινωνία θα μπορούσε να υποφέρει από την απώλεια μνήμης εξαιτίας ενός πρόσφατου τραυματικού παρελθόντος. Σκέφτηκα, βέβαια, να γράψω και πάλι μια φουτουριστική δυστοπία όπου η μνήμη των ανθρώπων θα ελέγχεται από κάποια κυβέρνηση ή κάποιον οργανισμό μέσω των προϊόντων της υψηλής τεχνολογίας. Μου φάνηκε τόσο κοινότοπο και επιπλέον θεώρησα ότι θα δοθεί έμφαση στα λάθος πράγματα: στον κοινωνικό έλεγχο, στη σκοτεινή όψη της τεχνολογίας, καταλαβαίνετε. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Η τελική μου επιλογή ήταν, τώρα που το σκέφτομαι, καθαρά αισθητικού χαρακτήρα».
Δηλαδή;
«Ανάλογη με την επιλογή ενός μουσικού που παίζει ένα κομμάτι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενός ζωγράφου που προτιμά κάποιο συγκεκριμένο χρώμα. Ήθελα μια πιο φυσική, ας πούμε, μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες ή τα έθνη επιλέγουν να θυμούνται ορισμένα πράγματα και να ξεχνούν κάποια άλλα. Ήθελα, επιπλέον, να το συγκρίνω αυτό με τον τρόπο που θυμόμαστε και ξεχνάμε σε επίπεδο προσωπικό, ήθελα να συσχετίσω το συλλογικό με το ατομικό. Μια άλλη παράμετρος που με απασχόλησε ήταν αν έπρεπε το σκηνικό του μυθιστορήματος να αφορά κάποια πραγματική, ιστορική σύρραξη της δεκαετίας του 1990, τον πόλεμο στη Βοσνία ή τη γενοκτονία στη Ρουάντα, ή κάτι τέτοιο…».
Κάτι που τελικώς αποφύγατε. Ακουστήκατε επιφυλακτικός αναφερόμενος σε μια τέτοια προοπτική. Γιατί;
«Επειδή θα έπρεπε να γίνω ένας άλλος συγγραφέας για να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο. Θα ένιωθα υποχρεωμένος, νομίζω, να είμαι ιστορικά ακριβής και ηθικά συνεπής με τα γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο ό,τι είναι βολικό για εμάς τους ίδιους, ξέρετε. Επιπλέον, πιστεύω, για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας, ότι δεν θα έγραφα καλά ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Και ούτε θα ήθελαν πολλοί, υποθέτω, να διαβάσουν ένα τέτοιο μυθιστόρημα γραμμένο από εμένα. Εγώ θέλησα να γράψω έναν μύθο κατά κάποιον τρόπο – ναι, το ξέρω, είναι κάπως επικίνδυνη αυτή η λέξη! Θέλησα όμως να γράψω μια ιστορία που, σε κάθε περίπτωση, θα ενθάρρυνε τους αναγνώστες να τη σκεφτούν ως κάτι το οικουμενικό και το διαχρονικό, ως κάτι που συμβαίνει πάντοτε μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Αναφέρομαι σε αυτές τις μάχες που δίνουμε με τη μνήμη, συλλογικές ή ατομικές, τι κρατάμε και τι απωθούμε. Αυτές οι μάχες χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Αυτό θέλησα να καταδείξω. Όταν έγραφα τον «Θαμμένο γίγαντα» είχα, βέβαια, και απολύτως θετικά παραδείγματα στον νου μου. Σκεφτείτε πώς ο Νέλσον Μαντέλα διατήρησε τη συνοχή της Νοτίου Αφρικής μετά το απαρτχάιντ, πώς δεν επέτρεψε να διολισθήσει η χώρα του στην εκτεταμένη βία, αντιμετωπίζοντας και τη συσσωρευμένη οργή για το παρελθόν και την κοινωνική αδικία. Αυτό που έγραψα εν τέλει, και παρά το γεγονός ότι το έγραψα παρακινημένος από όλα αυτά που συνέβησαν στη δεκαετία του 1990, είναι μια μυθική ιστορία που δεν καθορίζεται από κάποιον συγκεκριμένο χρόνο ή τόπο, συνέθεσα ένα σκηνικό όπου οι αναγνώστες μπορούν μόνοι τους να προβάλλουν, με έναν τρόπο μεταφορικό και δημιουργικό, τα γεγονότα της Ιστορίας αλλά και όψεις της δικής τους ζωής».
Αντιλαμβάνομαι ότι ο πυρήνας του βιβλίου σας, το πώς θυμούνται και το πώς ξεχνούν οι κοινωνίες, προϋπήρχε και προσπαθούσατε να βρείτε κατόπιν το καταλληλότερο σκηνικό για την ανάδειξή του. Έχοντας πλέον γράψει τον «Θαμμένο γίγαντα», έχοντας διερευνήσει αυτή την ιδέα μέσω της μυθοπλασίας, φτάσατε σε κάποια συμπεράσματα για αυτή τη διαδικασία; Ελέγχεται από κάπου; Η δράκαινα σήμερα ποια είναι, ας πούμε;
«Ιδού το ερώτημα! Πού «χτυπάει» η μνήμη μιας κοινωνίας, πού μπορούμε να αφουγκραστούμε τον σφυγμό της μνήμης της; Σε μια πρωτόγονη κοινωνία, όπως αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο, όπου δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες ούτε και ηλεκτρονικοί υπολογιστές, θα πρέπει να «χτυπάει» στις ζωντανές αναμνήσεις των ανθρώπων. Οι σύγχρονες κοινωνίες όμως έχουν ένα πολύ πιο σύνθετο σύστημα διαχείρισης της μνήμης. Μπορούμε να πούμε ασφαλώς για την εκπαίδευση, ότι ελέγχει, ως κάποιον βαθμό, τη μνήμη για λογαριασμό των κρατών και των εθνών. Μπορούμε όμως να πούμε και για τη λαϊκή κουλτούρα η οποία, κατά τη γνώμη μου, επηρεάζει στον μέγιστο βαθμό το πώς σκεφτόμαστε ή θυμόμαστε το παρελθόν. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι ο σκοπός της λαϊκής κουλτούρας είναι η επιτυχία και όχι η αλήθεια. Παραμένει όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Θέλετε να πούμε για ταινίες; Θυμηθείτε το αμερικανικό μιούζικαλ «Σικάγο» (2002) όπου στην εναρκτήρια σκηνή, σε ένα νυχτερινό μαγαζί, λευκά κορίτσια χορεύουν με μαύρους άνδρες, και όλα μοιάζουν τόσο όμορφα. Η ταινία υποτίθεται ότι αναβιώνει την ατμόσφαιρα της πόλης στη δεκαετία του 1920. Και λέω υποτίθεται επειδή δεν ασχολείται με τις πραγματικές αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της εποχής. Αν ένας μαύρος πήγαινε πράγματι σε ένα τέτοιο μαγαζί τότε, το πιθανότερο ήταν να τον σπάσουν στο ξύλο. Η ταινία δημιουργεί μια εξιδανικευμένη εκδοχή ενός αμερικανικού παρελθόντος που δεν υπήρξε ποτέ. Και ωστόσο αναρωτιέμαι: είναι προτιμότερο που είναι έτσι η ταινία ή όχι, είναι προτιμότερο οι νεότερες γενιές στις ΗΠΑ να μεγαλώσουν με μια τέτοια ψευδαίσθηση αρμονίας ή αυτό θα κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα στο μέλλον; Ειλικρινά δεν ξέρω! Δείτε ότι ακόμη και σήμερα έχουμε ρατσιστικά εγκλήματα στις ΗΠΑ. Λέω, επομένως, ότι όσο περνούν τα χρόνια, με την παρεμβατική δύναμη του Διαδικτύου και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου ο καθένας γράφει και από ένα μικρό κομματάκι Ιστορίας, ο τρόπος με τον οποίο θυμόμαστε και ξεχνάμε ως κοινωνίες θα γίνεται όλο και πιο περίπλοκος. Ποιος, λοιπόν, ελέγχει τη συλλογική μνήμη; Αν υποθέσουμε ότι θέλει κάποιος συντεταγμένα να το κάνει, μπορεί όντως να το καταφέρει; Μπορούν να την ελέγξουν εύκολα πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες; Τι ρόλο παίζουν οι απλοί άνθρωποι σε όλο αυτό; Μου φαίνεται ότι καθίσταται πλέον όλο και πιο δύσκολη υπόθεση η χειραγώγηση της μνήμης, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας σκοπός ή μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που να σχετίζεται με αυτήν».
Απόσπασμα από συνέντευξη του Καζούο Ισιγκούρο στο www.tovima.gr και τον Γρηγόρη Μπέκο Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ!