Ένας καταγγελτικός λόγος, μια φωνή σαν Σήμα κινδύνου ξεδιπλώνεται σε όλο το έργο του Αντώνη Σαμαράκη, του λογοτέχνη που έκανε στάση ζωής την κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας και έγινε κέντρο αναφοράς στη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία για την ανθρωπιστική τομή που πραγματοποίησε στην εξελικτική της πορεία.
Η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1954, με το έργο Ζητείται ελπίς, έγινε όταν η ελληνική λογοτεχνία αναζητούσε έναν νέο προσανατολισμό. Ο Σαμαράκης δηλώνει εξαρχής ότι η δική του πρόταση είναι μια ευθύβολη καταγγελία απέναντι στην πνευματική και κοινωνική αναπηρία. Είναι άλλωστε ένας άνθρωπος που συμπάσχει με την κοινωνία. Γίνεται όλος η εφηβική της φωνή. Μια κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στην αδικία, που φιλοδοξεί να κατακεραυνώσει τα λάθη της. Η κοινωνική αποσύνθεση καλπάζει ολόγυρά του και τον συνταράζει. Η συνείδησή του φλέγεται.
Ο Σαμαράκης βλέπει την κατάρρευση του μεταπολεμικού κόσμου και φοβάται για το μέλλον της ανθρωπότητας. Έτσι, αποφασίζει να θέσει στο επίκεντρο της συνείδησής του τον άνθρωπο, τις ηθικές αξίες, το ήθος, την ελευθερία, την πάλη εναντίον της φαλκίδευσης και της αποδόμησης του σύγχρονου κόσμου. Και με αυτά ως πρωτογενή υλικά χτίζει το λογοτεχνικό του έργο και ορθώνει το ουμανιστικό του ανάστημα ως πρόταση ζωής απέναντι σε ό,τι δεν μπορεί να αποδεχτεί, απέναντι στο εφιαλτικό μέλλον που τον τρομάζει.
Οι ήρωές του μετατρέπουν την προσωπική τους αγωνία σε διαμαρτυρία, υπερβαίνοντας τον καθημερινό τους εαυτό, όταν τελικά αντιλαμβάνονται πως είναι γρανάζια ενός συνθλιπτικού συστήματος, μιας ναρκωμένης κοινωνίας με αποδυναμωμένα αντανακλαστικά. Με τη στάση τους ή την καφκική τους απροσδόκητη μεταστροφή κατακεραυνώνουν τον κρατικό παραλογισμό και όλους εκείνους τους μηχανισμούς του που στοχεύουν στο να υποδουλώσουν τα όνειρα, να σβήσουν τη φωνή, να περιορίσουν την ελευθερία, να στραγγίξουν και να διαστρέψουν τις συνειδήσεις. Άνθρωποι απλοί που αναπάντεχα σηκώνουν τελικά το κεφάλι και επαναπροσδιορίζουν τις αξίες τους, επιστρέφοντας με αυτό τον τρόπο στη χαμένη αθωότητα. Αντιλαμβάνονται το μέγεθος της παραδοξότητας την οποία βιώνουν, την παρακμή και το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει, τολμούν να απεκδυθούν όλα όσα τους προκαθόρισαν και γίνονται ο προσωπικός καθρέφτης του αναγνώστη, μέσα στον οποίο, όταν κοιτάξει, βλέπει τον εαυτό του και ταυτόχρονα μια νέα πρόταση ζωής.
Έτσι, το αφηγηματικό σύμπαν του Σαμαράκη γίνεται μια ογκούμενη διαμαρτυρία. Ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα γιγαντώνεται, αντιπαραβάλλεται με τις συντεταγμένες των παραλογισμών, με το τέλος της αθωότητας του κόσμου, με την αδυναμία να εντοπίσει ο άνθρωπος τη δύναμη της κοινωνικής διαταραχής και της ηθικής κρίσης, με το φάσμα της πείνας, του πολέμου, του ηθικού νανισμού, με την καθυπόταξη του σύγχρονου κόσμου σε καθεστώτα ανελευθερίας. Αυτός είναι άλλωστε και ο μεγαλύτερος φόβος του συγγραφέα: ο φόβος της ανελευθερίας, της μεγαλύτερης ποινής. Γράφει ο ίδιος στο Σήμα κινδύνου:
«Εδώ ήταν το επίκεντρο της ανησυχίας μου: η ανησυχία για την ελευθερία. Γιατί οι λογής λογής φόβοι που κυριαρχούν στον κόσμο μας, και προπαντός οι δύο αυτοί βασικοί φόβοι, ο φόβος του πολέμου και ο φόβος της πείνας, τελικό αποτέλεσμα έχουν να προδίνουμε την ελευθερία, την ανάγκη για ελευθερία που μας είναι έμφυτη. Και σιγά σιγά θα έρθουν οι κατοπινές γενιές, που δε θα αισθάνονται τίποτα στη λέξη «ελευθερία». Γιατί θα νεκρωθεί το ένστικτο της ελευθερίας με τη διαρκή υποταγή στο φόβο του πολέμου και στο φόβο της πείνας. Θα νεκρωθεί η δίψα της ελευθερίας. Οι γενιές που θα έρθουν κάποτε δε θα έχουν το αισθητήριο της ελευθερίας. Αυτό θα είναι η υπέρτατη ποινή».
Και είναι ευχής έργον ότι σήμερα, που η ελληνική κοινωνία, βουτηγμένη στο Λάθος, βιώνει μια νέα κρίση, το έργο του Αντώνη Σαμαράκη, ενός ανθρώπου με όραμα κοινωνικής αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, υπερασπιστή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελπίδας και της ελευθερίας, πιο επίκαιρο από ποτέ, επανεκδίδεται σταδιακά από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003) αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δούλεψε για πολλά χρόνια στο υπουργείο Εργασίας, από όπου παραιτήθηκε το 1963. Ως εκπρόσωπος της Ελλάδας και των Ηνωμένων Εθνών, ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αφρικής, για κοινωνικά θέματα. Εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1954 με τη συλλογή διηγημάτων ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, σε 114 ξένες εκδόσεις. Για τη συλλογή διηγημάτων ΑΡΝΟΥΜΑΙ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, και για το μυθιστόρημά του ΤΟ ΛΑΘΟΣ με δύο λογοτεχνικά βραβεία: στην Ελλάδα, το Βραβείο των «12», και στη Γαλλία, το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπάλια. Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ των Τμημάτων Φιλολογίας των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών και Ιωαννίνων, ενώ τα έργα του διδάσκονται στη δημοτική και τη μέση εκπαίδευση καθώς και σε πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης σε 40 πόλεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή παράσημα και διακρίσεις, όπως με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία, το Χρυσό Μετάλλιο Αξίας της πόλεως των Αθηνών, το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Εθνάρχου Μακαρίου Γ΄ κ.ά. Το 1989, η UNICEF Νέας Υόρκης τον ονόμασε πρώτο Έλληνα Πρεσβευτή Καλής Θέλησης για τα παιδιά του κόσμου. Το όνομά του έχουν πάρει σχολεία, δρόμοι και πνευματικά κέντρα.