Για κάποιο διάστημα νόμιζα πως σκοπός των συγγραφέων είναι να παρακολουθούν από κοντά την κοινωνία, να αφουγκράζονται τις ανάγκες της και να κριτικάρουν την υποκρισία – όλα αυτά τα κλισέ που πιστεύει κανείς όταν σε νεαρή ηλικία παραπαίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά…
Βλέποντας τον απέναντί μου να παίζει ασταμάτητα με το καλαμάκι από τον καφέ του, καθισμένος στον καναπέ του βιβλιοπωλείου «Ψυχογιός», προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει τον Τζόναθαν Φράνζεν τόσο ακαταμάχητο στα αναγνωστικά πλήθη: αναμφισβήτητα ευειδής και απροκάλυπτα ευφυής, δεν κρύβει τον σνομπισμό του προς οτιδήποτε δεν σχετίζεται με την πραγματική λογοτεχνία. Χρόνια τώρα η Αμερική προσπαθεί να τον πείσει ότι αξίζει να την εκπροσωπεί ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της, αλλά εκείνος ανθίσταται σθεναρά: εξακολουθεί να δηλώνει υποτελής της γερμανικής λογοτεχνικής ακρίβειας, δεν του αρέσει που το «Time» τού αφιέρωσε το εξώφυλλό του δείχνοντάς τον ως τον απόλυτο εκφραστή του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος και μου εξομολογείται πως βρίσκει εξοργιστικό να τον αποκαλούν ακόμη «σύγχρονο Τολστόι»: «Τόσα χρόνια αφιερωμένος στον μοντερνισμό και βάλθηκαν να με αποκαλούν κλασικό. Είναι πραγματικά αδιανόητο». Ούτε χαίρεται που ο Ομπάμα κάποτε δήλωσε ότι δεν έχει διαβάσει ωραιότερο μυθιστόρημα από την Ελευθερία. Κι αν τώρα κανείς πια δεν μιλάει για τον περίφημο καβγά του με την Όπρα, οι φανατικοί βιβλιόφιλοι θυμούνται πως ο πιο διάσημος σήμερα συγγραφέας της Αμερικής έκανε τη διαφορά όταν δημοσίευσε, ύστερα από τις λογοτεχνικές αψιμαχίες του με τον αδικοχαμένο κολλητό του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, το περίφημο Harper’s Essay – όπως έμεινε γνωστό στα λογοτεχνικά χρονικά το δοκίμιό του «Why Bother;» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1996 στο «Harper’s magazine» και έκτοτε είναι σημείο αναφοράς στην προσπάθεια να ορίσουμε τα όρια αφήγησης, λογοτεχνίας και τεχνολογίας. Ξεκινάω από εδώ την κουβέντα για το πώς χτίστηκε το φαινόμενο Φράνζεν και τι επιδίωκε τελικά ο ίδιος από τη ζωή του και τη λογοτεχνία.
Πώς αλήθεια προέκυψε το περίφημο «Harper’s Essay» και γιατί θεωρείται ακόμη το προσωπικό σας μανιφέστο;
Ίσως γιατί εκεί εκφράζεται η βασική μου θέση για τον συγγραφέα, ο οποίος μπορεί να παίζει ακόμη σημαίνοντα ρόλο, χαρίζοντας στους ανθρώπους τον παράδεισο μέσα στην κόλαση της μαζικής κουλτούρας. Το κείμενο προέκυψε ύστερα από τις κουβέντες που είχα με τον Ντέιβιντ Γουάλας και από τη μεγάλη μου ανάγκη να δω γιατί και πώς το μυθιστόρημα μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τον κόσμο. Στον βαθμό που δεν προέρχομαι από οικογένεια με καλλιτεχνικές ή άλλου τύπου πνευματικές ανησυχίες, ήταν λογικό να αναζητώ εναγωνίως μια απάντηση στο γιατί θέλησα διακαώς να γίνω συγγραφέας. Για κάποιο διάστημα νόμιζα πως σκοπός των συγγραφέων είναι να παρακολουθούν από κοντά την κοινωνία, να αφουγκράζονται τις ανάγκες της και να κριτικάρουν την υποκρισία – όλα αυτά τα κλισέ που πιστεύει κανείς όταν σε νεαρή ηλικία παραπαίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Μετά κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, ούτε έφτανε να μου δώσει την απάντηση στο γιατί διαβάζω λογοτεχνία: επιπλέον, ήταν μια θέση που εκ προοιμίου εκλάμβανε τον λογοτέχνη ως τον μεγάλο διαφωτιστή και τον αναγνώστη ως αδιανόητα ηλίθιο. Οπότε, συνέχισα να ψάχνω τι ακριβώς αναζητά ως θέση και ως συνθήκη η λογοτεχνία: τότε γνώρισα έναν σχολαστικό κοινωνιολόγο αλλά και τον Ντέιβιντ Γουάλας, οι οποίοι με βοήθησαν να δω διαφορετικά τα πράγματα. Τελικά, κατάλαβα πως ο συγγραφέας δεν θέλει να αλλάξει ολάκερο τον κόσμο και ούτε απευθύνεται στους πάντες. Αναφέρεται σε λίγους, τους οποίους καλείται να ευχαριστήσει και να τους κάνει να περάσουν καλά. Οι υπόλοιποι δεν τον απασχολούν: δεν είναι ότι τους μισεί, απλώς του είναι αδιάφοροι.
Μήπως γι’ αυτό επιμένετε πως ο συγγραφέας πρέπει να διασκεδάζει τον αναγνώστη; Ίσως το τελευταίο που θα περίμενε κανείς από τον Φράνζεν είναι να αγωνιά για το πώς θα κάνει τους αναγνώστες να γελάσουν. Είστε, τελικά, ένας παρεξηγημένος χιουμορίστας;
Μου αρέσει που το λέτε αυτό, γιατί οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται. Συνηθίζω να λέω ότι είμαι ένα κωμικός συγγραφέας, αλλά είναι κάτι που δεν μπορείς να το εξηγήσεις: το χιούμορ δεν εξηγείται και είναι πραγματικά άσχημο να προσπαθείς να πείσεις ότι έχεις χιούμορ. Θυμάμαι, κάποια στιγμή, όταν διάβαζα δημόσια ένα απόσπασμα από τις Διορθώσεις και το κοινό είχε ξεσπάσει σε γέλια, μια κοπέλα μου είχε εξομολογηθεί ότι ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως τα βιβλία μου είναι αστεία. Αλλά αν διαβάσετε αυτά τα δύο βιβλία (σ.σ. τους Κραδασμούς και την Εικοστή Έβδομη Πολιτεία που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη), θα δείτε ότι περιγράφουν εξωφρενικά περιστατικά και πως το βασικό τους συστατικό είναι το χιούμορ. Σίγουρα παραμένω σοβαρός στον βαθμό που με απασχολούν οι ιδέες και αυτό το καταλαβαίνετε από την έννοια που έχει ακόμα η λέξη «σοβαρός» στα ελληνικά: σημαίνει να λαμβάνεται κανείς σοβαρά υπόψη, αλλά και να είναι τίμιος και ειλικρινής. Ωστόσο, υπάρχει η προκατάληψη πως ένα σοβαρό βιβλίο δεν μπορεί να προκαλέσει γέλιο.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένετε εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό σας –και αναφέρομαι στην κριτική που έχετε ασκήσει στις πρώτες σας συγγραφικές προσπάθειες–, ενώ, αντίθετα, έχετε υπάρξει πολύ γενναιόδωρος με συγγραφείς που ο περισσότερος κόσμος αγνοούσε. Κάνατε, φέρ’ ειπείν, διάσημη εν μια νυκτί την Κριστίνα Στεντ.
Μα, δεν είναι τυχαίο ότι παρότι ήταν μαρξίστρια, επαναστάτρια και φεμινίστρια, ήταν εξαιρετικά αστεία: ίσως να είχε να κάνει με το ότι είχε περάσει πολύ άσχημη παιδική ηλικία. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ γνώρισα μια προβληματική εφηβεία, για την ακρίβεια ήμουν ένας «άβολος» έφηβος ή, μάλλον, ένας έφηβος που έκανε τους άλλους να νιώθουν άβολα. Και τώρα που μεγάλωσα παραμένω εξίσου άβολος. Προκειμένου, επομένως, να ξεπεράσω την ντροπή γι’ αυτό που υπήρξα στην εφηβεία, κατέφυγα στον αυτοσαρκασμό – όχι πως μισούσα τον εαυτό μου, απλώς μου άρεσε να τον αποδομώ. Κι αυτό μάλλον εκλαμβάνεται ως παράδοξη συμπεριφορά από τους άλλους, μερικές φορές μη συγχωρητέα για κάποιον που έχει υπάρξει λευκός, στρέιτ, και γαλουχημένος στα καλύτερα σχολεία. Ενδεχομένως να υπήρξα πραγματικά τυχερός που κατάφερα να ζω για τριάντα τουλάχιστον χρόνια γράφοντας, ενώ έβγαλα και αρκετά χρήματα από τα βιβλία μου. Κατά κάποιον τρόπο, έγινα διάσημος, κάτι που δεν συμβαίνει με τους συγγραφείς, οπότε είχα πλεονεκτήματα που δεν μπορούσα καν να αντέξω. Όλα αυτά είχαν ένα ειδικό βάρος για κάποιον που έχει μεγαλώσει σε μια μικροαστική οικογένεια των μεσοδυτικών Πολιτειών, όπου η λέξη «μετριοπάθεια» ήταν μάλλον κανόνας. Απαγορευόταν να επαίρεσαι για πράγματα που έχεις κατορθώσει, ήταν κάτι σαν αμαρτία. Ίσως γι’ αυτό να αρέσκομαι να υπογραμμίζω με κάθε τρόπο τα μειονεκτήματά μου.
Μήπως από κάποια βαθιά ένοχη; Ένοχος που το παιδί από το Μιζούρι έγινε διάσημος κι έβγαλε και χρήματα;
Ναι, ίσως να είχε να κάνει με αυτό. Ο Μάρτιν Μπούμπερ είχε πει κάποτε πως μέσω του «Εσύ» ένας άνθρωπος γίνεται «Εγώ», κι εγώ θέλω να παραμείνω άνθρωπος που μαθαίνει από τους άλλους, δεν θέλω να γίνω μια αποστασιοποιημένη φιγούρα. Ξέρω συγγραφείς που προτιμούν να είναι αποστασιοποιημένες μορφές και να υπηρετούν αποκλειστικά και με απόλυτη προσήλωση τον προσωπικό τους μύθο. Μιλάμε για ναπολεόντειες καταστάσεις που δεν θέλω να κατονομάσω, αλλά πραγματικά θεωρώ αδιανόητο να υπαγορεύεις εσύ τον προσωπικό σου μύθο. Πρέπει και οφείλεις, όσο μπορείς, να αμφισβητείς τη σπουδαιότητά σου.
Χθες βράδυ προτίμησα να παραμείνω στο δωμάτιό μου και να διαβάσω, παρά να βγω. Ξέρω ότι δεν είναι καθόλου ελληνικός αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς και ότι αντίκειται στην έννοια της φιλοξενίας που σας χαρακτηρίζει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι κατανοώ την ευωχία της ταβέρνας. Ίσως, τελικά, να είναι και η επιτυχία που με έκανε να είμαι ακόμη πιο μοναχικός.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να είχατε συναίσθηση, μετά τους επαίνους που είχαν εισπράξει οι «Διορθώσεις», ότι η «Ελευθερία» θα τύγχανε ευρείας αποδοχής, αν όχι ότι θα έφτανε να ονομαστεί «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα» (Great American Novel), όπως τελικά το αποκάλεσαν. Δεν είναι τυχαίο ότι διαθέτει πολλά από τα χαρακτηριστικά του…
Η αλήθεια είναι πως δεν μου αρέσει ο χαρακτηρισμός «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα». Νομίζω ότι υπηρετεί ένα σύστημα υπερ-αστέρων το οποίο απεχθάνομαι βαθύτατα.
Ναι, αλλά εξακολουθεί να ποτίζει το αμερικανικό ασυνείδητο. Σάμπως όλοι οι Αμερικανοί να πρέπει να αναμετρηθούν με αυτό τον αδιανόητο Λεβιάθαν – αν θεωρήσουμε ως σημείο αναφοράς του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος το «Μόμπι Ντικ».
Αντιλαμβάνομαι πώς το θέτετε και ακόμη είναι κυρίαρχος ο διάλογος γύρω από το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα. Στο χέρι σου, όμως, είναι να μην εισέλθεις σε αυτόν συνειδητά: από τη στιγμή που μπαίνεις, ξέρεις ότι αποκλείεις αυτομάτως τις γυναίκες, καθώς στο άκουσμα και μόνο της έννοιας σκέφτεσαι αποκλειστικά ισχυρούς, λευκούς Αμερικανούς συγγραφείς. Αυτός και μόνο είναι ένας λόγος για να μην μπεις καν στην κουβέντα. Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος λόγος: η άκρως ρατσιστική έννοια της επίδοσης. Ξέρω καλά τι σημαίνει να πρωτεύει κανείς στο σχολείο και στις εξετάσεις και είναι κάτι που έμαθα να κάνω από μικρός εξαιρετικά καλά. Μόνο και μόνο επειδή διέθετα το προνόμιο να χαρακτηρίζομαι έξυπνος δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσω για να περάσω στο πανεπιστήμιο, καθώς το σύστημα ήταν φτιαγμένο να με ανταμείβει για όλα αυτά στα οποία υποτίθεται πως ήμουν καλός. Ουσιαστικά, όμως, το σύστημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναμασά τέτοιες γενικόλογες έννοιες, ώστε να βραβεύει αυτούς που ανακυκλώνουν τις κοινότοπες αρχές που το ίδιο ορίζει. Η κατηγορία «Αμερικανικό Μυθιστόρημα» είναι άδικη για όλους όσοι δεν υπηρέτησαν το σύστημα με συγκεκριμένο τρόπο και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για σπουδαίους ή σημαντικούς συγγραφείς. Καταλαβαίνετε, επομένως, ότι έχω πολλούς λόγους να μισώ τη συγκεκριμένη φράση.
Εντάξει, μπορούμε να την ξεπεράσουμε, αλλά δεν ξέρω αν μπορούμε να ξεπεράσουμε συγκεκριμένα πρότυπα βάσει των οποίων γράφετε τα βιβλία σας. Υπάρχουν, αλήθεια, κάποιες αρχές ή πρότυπα που υπαγορεύουν τις ιστορίες σας;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο μοντέλο ή κάποια βασική εικόνα – μπορεί να είναι κάτι εξωφρενικό ή αδιανόητο που ούτε καν αντιλαμβάνομαι. Τώρα που το λέτε, συνειδητοποιώ ότι ο λόγος που έβαλα την Πάτι να ασχολείται τόσο με τον αθλητισμό (σ.σ. κεντρική ηρωίδα στο μυθιστόρημα Ελευθερία) είναι η αμερικανική γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου που βγήκε πρώτη στους δικούς σας Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος, που ήθελα οπωσδήποτε μια γυναίκα αθλήτρια για πρωταγωνίστριά μου. Ευτυχώς, το ομοσπονδιακό πρόγραμμα του Μπους λειτουργούσε σε κάτι, κι αυτό ήταν στο ότι εξακολουθούσε να επιδοτεί γενναία τις γυναίκες αθλήτριες.
Ολόκληρη η συνέντευξη στη Lifo.