Πριν αρκετό καιρό είμαι στη λεωφόρο Μεσογείων, απογευματάκι, με το αυτοκίνητο. Είχε σουρουπώσει νωρίς. Ήταν χειμώνας, έπεφτε ψιλόβροχο, η άσφαλτος γυάλιζε βρεγμένη και ο κόσμος ήταν ντυμένος με χοντρά ρούχα. Είχε γίνει ένα τρακάρισμα λίγο πιο πέρα, όχι σοβαρό, και υπήρχε ένα ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων. Ώσπου να ανοίξει και πάλι ο δρόμος και να φύγουμε, γυρνάω το κεφάλι μου αφηρημένα και κοιτάω στο πλάι. Ήμουν ακριβώς έξω από το θέατρο Πόρτα. Βλέπω τη μεγάλη επιγραφή από τη θεατρική παράσταση που παιζόταν εκείνο το διάστημα. Λέω, ‘τι ωραία θα ήταν με αυτόν τον χειμωνιάτικο καιρό θα είσαι μέσα σ’ ένα θέατρο και να παρακολουθείς μια παράσταση… Να γίνει το διάλειμμα, να πας στο μπαρ, να πιεις μια ζεστή σοκολάτα και να ξαναμπείς στην αίθουσα με το τρίτο κουδούνι…’ Το θέατρο, από μικρό παιδί, το λάτρευα. Ασκούσε μια παράξενη γοητεία πάνω μου.
Και ξαφνικά μου έρχεται η ιδέα! ‘Να, αυτό θα είναι το θέμα στο επόμενο βιβλίο μου’ λέω. ‘Μια γυναίκα παρακολουθεί ένα βράδυ τις Τρεις Αδελφές, του Τσέχωφ, και μπροστά στα μάτια της περνάει η δική της ζωή. Θα τη βάλω ότι έχει κι αυτή άλλες δύο αδελφές, και ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με τις ηρωίδες του Τσέχωφ, την Μάσα, την Ιρίνα και την Όλγα’. Είχα αφαιρεθεί με τις σκέψεις μου και δεν είχα ακούσει εντωμεταξύ τα κορναρίσματα πίσω μου. Είχε ξεμπλοκαριστεί η Μεσογείων και η κυκλοφορία συνεχιζόταν κανονικά.
‘Τίποτα δεν είναι τυχαίο’, σκεφτόμουν, καθώς συνέχιζα το δρόμο μου. ‘Κοίτα μια επιγραφή ενός θεάτρου τι μπορεί να σου κάνει! Βρέθηκα σε αυτό το ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα και φεύγοντας από αυτό, ουσιαστικά ξε-μπλοκάρισε μέσα μου το θέμα του επόμενου μυθιστορήματος!’ Συγχρόνως σκεφτόμουν ότι η δουλειά στην οποία πήγαινα δεν ήταν επείγουσα, θα μπορούσα να πάω και την επομένη. Έτσι, κάτι η ανυπομονησία μου να ξεκινήσω να γράφω έστω και ως ιδέα το θέμα του βιβλίου που μου είχε έρθει, κάτι το ψιλόβροχο που κάνει πιο δύσκολους τους, έτσι κι αλλιώς, μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας, στο επόμενο φανάρι έστριψα δεξιά και επέστρεψα στο σπίτι. Έφτιαξα ένα δυνατό αρωματικό τσάι και κάθισα στον υπολογιστή.
Άνοιξα ένα αρχείο – μια κόλλα χαρτί, όπως θα λέγαμε τότε που δεν υπήρχαν υπολογιστές – και άρχισα να γράφω τις πρώτες λέξεις. Στο νου μου είχα τον αγαπημένο μου Τσέχωφ – τον λάτρευα χρόνια – τη ζωή του που τη διάβαζα συχνά κι έψαχνα σε αυτή τη ζωή να βρω τα βιώματα και τους ανθρώπους που τον ενέπνευσαν να γράψει τον Βυσσινόκηπο και τον Θείο Βάνια, τις Τρεις Αδελφές και τον Γλάρο, την Αρραβωνιαστικιά και τα άλλα.
Όταν ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα το ονόμασα Μια Νύχτα με τον Τσέχωφ. Μου πήρε καιρό να το τελειώσω, κυρίως γιατί εντωμεταξύ έχασα τους δύο γονείς μου, με διαφορά έξι μήνες, και ο πόνος του διπλού πένθους για ένα διάστημα με είχε απομακρύνει από τις δραστηριότητές μου.
Τελειώνοντάς το όμως, κατάλαβα για μία ακόμα φορά πως, εάν δεν είχα διαβάσει στη ζωή μου Παπαδιαμάντη και Ντοστογιέφσκι, εάν δεν είχα μαγευτεί από τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ, από τη γραφή των μεγάλων ποιητών μας, Ελλήνων και ξένων, κανένα μποτιλιάρισμα, καμία βροχή, κανένας δύσκολος δρόμος δεν θα γινόταν πηγή έμπνευσης για να γράψω έστω και μία αράδα.
Το βιβλίο ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ στις 8/10