Αναδημοσίευση από Athens Voice
Το αποκαλυπτικό όραμα ενός απειλητικού μέλλοντος που δεν απέχει πολύ. Στον εσχατολογικό κόσμο του «Έψιλον», η πρόσβαση σε τόμους ιστορίας είναι δύσκολη, τα ημερολόγια κρυμμένα ή κατεστραμμένα και οι βιβλιοθήκες θέτουν ευγενικά εμπόδια στην έρευνα οποιουδήποτε προτίθεται να ανασκαλίσει το παρελθόν του αναδρομικά. Η οικουμενική λησμονιά είναι όρος επιβίωσης.
Ένα υπόρρητο «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα», δίνει τον τόνο μιας ανθρωπότητας προσηλωμένης στο να μη βιώνει τίποτα δραματικό, στο περιβάλλον της οποίας δεν υπάρχουν ιδιαίτερα δικαιώματα στα προσωπικά δεδομένα και τη σιωπή, χωρίς ωστόσο το παραμικρό να είναι θέμα νόμων ή εξαναγκασμών. Το «Έψιλον» περιγράφει μια συναινετικά τυραννική κοινωνία του μέλλοντος που εξηγεί πολλά για το παρόν.
Ο Χάουαρντ Τζέικομπσον, διαπρεπής φιγούρα των βρετανικών γραμμάτων και συγγραφέας των κριτικά αποθεωμένων «Αστική ζωολογία» και «Περίπτωση Φίνκλερ», επιστρέφει με το πλέον φιλόδοξο εγχείρημά του, ένα μυθιστόρημα που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Man Booker και το οποίο τον πλάσαρε αμετάκλητα στην εμπροσθογραμμή της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας.
Πρόκειται για το λιγότερο τυπικό έργο του Τζέικομπσον, ενός δημιουργού που μας έχει συνηθίσει σε αστείρευτες ποσότητες σπαρταριστού κυνικού χιούμορ και ανελέητης διακωμώδησης κάθε διαπροσωπικής συνθήκης, εδώ όμως απεκδύεται την αβίαστα πνευματώδη φύση του προκειμένου να υιοθετήσει ένα ύφος αμείλικτα δυσοίωνο που τον εξυψώνει σε Άλντους Χάξλεϊ ή Τζορτζ Όργουελ της εποχής μας. Όπως το διατυπώνει ο ίδιος, «δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν έξυπνο οπτιμιστή».
Εκτυλισσόμενο σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στερημένο από θεμελιώδη δικαιώματα και ουσιαστική ιστορική μνήμη, το «Έψιλον» σκιαγραφεί μια σκοτεινή δυστοπία, όπου το κοσμοϊστορικό «ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ, ΑΝ ΕΓΙΝΕ», έχει αφήσει πίσω του εναπομείναντες έμπλεους φόβου, σε έναν κόσμο αποτελούμενο από ενήλικες καθηλωμένους σε μια στείρα παιδικότητα. Στο κατηφές τοπίο του Τζέικομπσον, ολόκληρες πληθυσμιακές μερίδες έχουν χαθεί, τοπωνύμια άλλαξαν, λέξεις εξαφανίστηκαν από τα λεξικά, μαζί με τις έννοιες που πρεσβεύουν.
Μελωδίες εγγενούς επιθετικότητας αφήνονται να περιπέσουν σε αχρησία, όπως ακριβώς και η λέξη «αχρησία». Η τζαζ δεν είναι προγραμμένη, ωστόσο δεν ακούγεται στο ραδιόφωνο, ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι πια της μόδας. Η άγνοια είναι ευτυχία και η προβλεψιμότητα το ζητούμενο σε αυτό το σύμπαν που δε διαθέτει χώρο για αθεΐα, λεσβιασμό, φεμινισμό και παντοειδείς –ισμούς.
Η ιδιαιτερότητα έχει εξοστρακιστεί από το κοινό γούστο, τα δημοφιλή αναγνώσματα είναι οι συνταγές μαγειρικής, τα φτηνά ρομάντζα και οι βιογραφίες ρηχών διασημοτήτων, το παρελθόν «υπάρχει για να το ξεχνάμε» και το μήνυμα που μεταδίδεται κυλιόμενα σε όλη τη χώρα εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, αφότου προέκυψε «ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ, ΑΝ ΕΓΙΝΕ», είναι: «Χαμογέλα στον γείτονά σου, αγάπα τον/τη σύζυγό σου, άκου μπαλάντες, πήγαινε σε μιούζικαλ, χρησιμοποίησε το τηλέφωνό σου, να συζητάς, να εξηγείς, να ακούς, να συμφωνείς, να απολογείσαι, το να μιλάς είναι καλύτερο από το να σιωπάς».
Οι παραλληλισμοί με την αποπροσωποποιημένη κουλτούρα του παρόντος είναι πρόδηλοι, η αφήγηση του πολυβραβευμένου συγγραφέα καθηλωτική, στις σελίδες του «Έψιλον» ατενίζουμε έναν διαυγέστατο καθρέφτη του καλωδιωμένου, όσο και θλιβερά ερημικού καιρού μας.
Ο ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΤΖΕΪΚΟΜΠΣΟΝ γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1942. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σίντνεϊ για τρία χρόνια προτού επιστρέψει στην Αγγλία για να συνεχίσει τη διδασκαλία στο Κέιμπριτζ. Στη δεκαετία του ’70 έκανε παραδόσεις μαθημάτων σε διάφορες σχολές˙ από κει εμπνεύστηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, μια κωμωδία, είδος που έχει σφραγίσει ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του. Έχει εργαστεί ως παρουσιαστής στην τηλεόραση ενώ, παράλληλα με την πεζογραφία, διατηρεί εβδομαδιαία στήλη στην εφημερίδα The Independent. Θεωρητικά και ιστορικά κείμενά του έχουν γίνει τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Με το μυθιστόρημα Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΦΙΝΚΛΕΡ, και ύστερα από δύο υποψηφιότητες, ο Τζέικομπσον κέρδισε το Βραβείο Booker το 2010.